Ρεκόρ μηδενικών και σχεδόν μηδενικών τιμών σημειώθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους – και κυρίως τον Μάρτιο – στο ελληνικό Χρηματιστήριο ενέργειας εξαιτίας του συνδυασμού δύο παραγόντων κατά κύριο λόγο: της υψηλής διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών που περιορίζουν την ζήτηση ενέργειας για θέρμανση ή κλιματισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ευρωπαϊκού οργανισμού των διαχειριστών συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας ENTSO-e, η Ελλάδα το πρώτο τρίμηνο του 2024 είχε για 33 ώρες μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές (κάτω από 1€/MWh) τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά της επόμενης μέρας (DAM), εκ των οποίων οι 31 ώρες ήταν τον Μάρτιο. Την ίδια περίοδο του 2023 αυτό συνέβη για 10 ώρες, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2022 κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.
Τις 33 αυτές ώρες μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών τιμών ηλεκτρισμού το μέσο μερίδιο των ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά) στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή του διασυνδεδεμένου δικτύου ήταν 82.2% με εύρος μεταξύ 77.9% και 87.5%. Αντίθετα, τις 101 ώρες του πρώτου τριμήνου του 2024 που η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά της επόμενης μέρας ξεπέρασε τα 120 €/MWh, το αθροιστικό μερίδιο των αιολικών και των φωτοβολταϊκών περιορίστηκε κατά μέσο όρο στο 23.1%.
«Σημείο καμπής» ο Μάρτιος για την ελληνική αγορά ενέργειας
Επιπλέον σύμφωνα με στοιχεία που μετέδωσε στα κοινωνικά δίκτυα ο ενεργειακός σύμβουλος του πρωθυπουργού Νίκος Τσάφος, χαρακτηρίζοντας τον Μάρτιο ως «σημείο καμπής» για την ελληνική αγορά ενέργειας, η ισχυρή παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο ήπιος καιρός οδήγησαν σε αρκετές ώρες σχεδόν μηδενικών τιμών, ιδίως προς το τέλος του μήνα. «Αν και η ελληνική αγορά χονδρικής είχε ξαναδεί τέτοιες τιμές, η συχνότητά τους ξεπέρασε κατά πολύ τα προηγούμενα επίπεδα. Οι τιμές αυτές αποτελούν ευπρόσδεκτη είδηση για τους καταναλωτές. Αλλά είναι επίσης προάγγελος του τι πρόκειται να ακολουθήσει, υπογραμμίζοντας την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της προσθήκης περισσότερων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο δίκτυο».
«Είναι πλέον φανερό ότι η διείσδυση των ΑΠΕ δεν συμβάλλει μόνο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αλλά και στη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για όλους. Η όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάπτυξη δικτύων και υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας είναι κομβικής σημασίας για την αποφυγή απορρίψεων παραγωγής από ΑΠΕ και την περαιτέρω διείσδυση των φθηνότερων τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής», δήλωσε στο ΑΠΕ ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής του Green Tank.
Οι καταναλωτές ωφελούνται έμμεσα από τις χαμηλές τιμές στην χονδρεμπορική αγορά καθώς οι τιμές λιανικής για μεγάλες κατηγορίες τιμολογίων προκύπτουν από τον μηνιαίο μέσο όρο των τιμών στο Χρηματιστήριο.
Οι επιπτώσεις για τις μονάδες ΑΠΕ
Ωστόσο υπάρχουν και δευτερογενείς επιπτώσεις, για τις μονάδες ΑΠΕ που συμμετέχουν απευθείας στην αγορά (χωρίς σύμβαση που τους εξασφαλίζει πληρωμές για την ενέργεια που παράγουν) οι οποίες τις ώρες που οι τιμές είναι μηδενικές δεν έχουν έσοδα. Οι μονάδες αυτές είναι σήμερα ένα μικρό ποσοστό του συνόλου αλλά η γενική κατεύθυνση θεσμικά τείνει στην κατάργηση των επιδοτήσεων και των εγγυημένων τιμών. Για ένα φωτοβολταϊκό για παράδειγμα – αν δεν έχει σύμβαση με εγγυημένες τιμές – αυτό σημαίνει ότι κατά τις μεσημβρινές ώρες οπότε παρουσιάζει το μέγιστο της παραγωγής του, το έσοδο από την αγορά θα είναι μηδέν. Αν έχει σύμβαση λειτουργικής ενίσχυσης (που πρωτοθεσπίστηκε το 2016) τότε δεν θα εισπράττει τίποτε, όποτε οι μηδενικές τιμές στο χρηματιστήριο ξεπερνούν τις 2 συνεχόμενες ώρες.
Ένα ακόμη ζήτημα που αφορά τους παραγωγούς ΑΠΕ είναι οι περικοπές που υφίστανται στην παραγωγή – και κατ’ επέκταση στα έσοδα τους – όταν η ζήτηση δεν επαρκεί για την απορρόφηση του συνόλου της «πράσινης» ενέργειας. Για την μείωση αυτών των περικοπών χρειάζεται πιο ισορροπημένη συμμετοχή όλων των τεχνολογιών ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα (δηλαδή όχι σχεδόν μόνο φωτοβολταϊκά από εδώ και πέρα, αλλά και περισσότερα αιολικά). Για τον ίδιο λόγο, παράλληλα με την πράσινη ενέργεια αναπτύσσονται και μονάδες αποθήκευσης οι οποίες θα απορροφούν την περίσσεια ενέργειας όταν υπάρχει πλεόνασμα παραγωγής και οι τιμές είναι χαμηλές και θα την αποδίδουν στο δίκτυο όταν υπάρχει ζήτηση και μειωμένη παραγωγή ΑΠΕ.