Με μια αχνή ελπίδα για οριστική συμφωνία στη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συναντώνται απόψε Πέμπτη στις Βρυξέλλες στις 8 το βράδυ (ώρα Ελλάδας) σε ένα δείπνο αφιερωμένο γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και αύριο, 8 Δεκεμβρίου, στο Συμβούλιο Ecofin.
Το αποψινό δείπνο έχει συγκαλέσει η Ισπανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθεί η απαραίτητη πολιτική ισορροπία πριν από το αυριανό Ecofin. Με τις θέσεις μεταξύ των χωρών να αποκλίνουν σε αρκετές πτυχές της μεταρρύθμισης, η διαπραγμάτευση αναμένεται να είναι «δύσκολη» και «πολύπλοκη». Ευρωπαίοι διπλωμάτες χαρακτηρίζουν «επείγουσα» την ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία πριν από το τέλος του έτους. Τα χρονικά περιθώρια είναι στενά, διότι η όποια συμφωνία θα πρέπει στη συνέχεια να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της νομοθετικής περιόδου τον Απρίλη του 2024, προκειμένου οι νέοι κανόνες να τεθούν σε ισχύ το 2024. Σε διαφορετική περίπτωση, από 1ης Ιανουαρίου 2024 θα πρέπει να επιστρέψουμε στους παλιούς δημοσιονομικούς κανόνες που πλέον θεωρούνται ξεπερασμένοι.
Η βάση της διαπραγμάτευσης είναι η πρόταση της Επιτροπής που κατατέθηκε τον Απρίλη του 2023, η οποία προβλέπει μια καθορισμένη δημοσιονομική τροχιά για κάθε χώρα ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα του χρέους, μέσω τετραετών σχεδίων προσαρμογής (με δυνατότητα επέκτασής τους σε επτά έτη, με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις). Από τον Απρίλη μέχρι σήμερα όμως οι συμβιβαστικές προτάσεις της Ισπανικής Προεδρίας έχουν κάνει βήματα προς τις χώρες που θέλουν αυστηρότερη δημοσιονομική πορεία και εποπτεία.
Στη σημερινή διαπραγμάτευση οι χώρες της ΕΕ προσέρχονται διχασμένες. Από τη μία η Γερμανία που έχει σκληρύνει τη στάση της, λόγω και των εσωτερικών της προβλημάτων, μαζί με την Αυστρία, την Ολλανδία και άλλες «φειδωλές» χώρες του Βορρά, ζητούν αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες σε σχέση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής. Από την άλλη, μια ομάδα χωρών στην οποία ανήκει και η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ιταλία, ζητούν επαρκή περιθώρια ελιγμών για την αναγκαία πραγματοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Μερικά από τα «εμπόδια» της διαπραγμάτευσης, σε ό,τι αφορά το «προληπτικό» σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας, είναι τα κατώτατα όρια διασφάλισης για τη μείωση του χρέους και του ελλείμματος. Η Ισπανική Προεδρία προτείνει αυτό που ζητά το Βερολίνο, δηλαδή μείωση του χρέους κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως για χώρες με χρέος μεγαλύτερο από 90% και κατά 0,5% του ΑΕΠ για χώρες με χρέος 90%-60% του ΑΕΠ. Η χρονική στιγμή ενεργοποίησης αυτής της διασφάλισης, βρίσκεται υπό συζήτηση. Όσον αφορά στο έλλειμμα, σε περίπτωση υπέρβασης του 3% του ΑΕΠ, προτείνεται να εξασφαλιστεί μείωση κατά 0,5% ετησίως. Στη συνέχεια το έλλειμμα θα χρειασθεί να μειωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ, με το ποσοστό της ετήσιας διόρθωσης να είναι υπό διαπραγμάτευση.
Στο «διορθωτικό» σκέλος, το πλέον ακανθώδες ζήτημα είναι η πρόταση της Ισπανικής Προεδρίας για ένα μηχανισμό «ελέγχου» της Επιτροπής, που θα παρακολουθεί τις αποκλίσεις των χωρών από την καθορισμένη πορεία των δημοσιονομικών δαπανών. Όταν οι αποκλίσεις ενός κράτους μέλους υπερβαίνουν τους στόχους, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο άνοιγμα διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και στη συνέχεια σε κυρώσεις και πρόστιμα για τις χώρες που παραβιάζουν τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Στα θετικά των προτάσεων της Ισπανικής Προεδρίας συγκαταλέγεται το ότι υπό εξαιρετικές μακροοικονομικές συνθήκες, είτε σε επίπεδο ΕΕ, είτε μόνο σε ένα κράτος-μέλος, θα μπορεί να ενεργοποιηθεί η γενική ρήτρα διαφυγής που θα επιτρέπει την απόκλιση από τους κανόνες του νέου Συμφώνου.