Και επίσημα στην επενδυτική βαθμίδα βρίσκεται από απόψε η Ελλάδα, καθώς ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar επιβεβαίωσε τις προσδοκίες των αναλυτών και αναβάθμισε την αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων σε καθεστώς investment grade. Συγκεκριμένα στο ΒΒΒ (low), με σταθερές προοπτικές.
Η εν λόγω εξέλιξη, η οποία λίγο – πολύ είχε ήδη προεξοφληθεί από τις αγορές, σηματοδοτεί το κλείσιμο του κύκλου της πολυετούς κρίσης – χρέους. Άλλωστε, από το 2010 έως και το 2023 τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνταν «σκουπίδια», απέχοντας παρασάγγας από την επενδυτική κατηγορία.
Όλα αυτά, όμως, αποτελούν πλέον παρελθόν, καθώς η Ελλάδα επέστρεψε στα ανώτερα κλιμάκια των αξιολογήσεων, «συναντώντας» όλες τις υπόλοιπες χώρες – μέλη της Ευρωζώνης.
Υπενθυμίζεται ότι, πέραν του DBRS, σε καθεστώς επενδυτικής κατηγορίας είχαν προσφάτως αναβαθμίσει την Ελλάδα και οι οίκοι R&I και Scope. Ωστόσο, οι δύο τελευταίοι δεν λαμβάνονται υπόψη από το ευρωσύστημα και επομένως, οι αξιολογήσεις τους δεν επηρεάζουν τις κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αντίθετα, ο DBRS είναι «πιστοποιημένος» -από την Ευρωζώνη- οίκος και κατ’ επέκταση οι αποφάσεις του έχουν άμεση ισχύ και στο ευρωσύστημα. Πλέον, το οικονομικό επιτελείο έχει κυκλώσει ακόμη δύο ημερομηνίες. Πρόκειται για την 20η Οκτωβρίου και την 1η Δεκεμβρίου, όταν οι Standard & Poor’s και Fitch, αντίστοιχα, πρόκειται να επικαιροποιήσουν την αξιολόγηση για την Ελλάδα.
Οι δύο οίκοι «τοποθετούν» τα ελληνικά ομόλογα σε απόσταση – αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, δεδομένης της αναβάθμισης από τον DBRS, η Ελλάδα έχει ήδη κατακτήσει τον μεγάλο στόχο, χωρίς να χρειάζεται να περιμένει έως τότε.
Στις 15 Σεπτεμβρίου μεσολαβεί και η αξιολόγηση του Moody’s, ο πλέον φειδωλός από τους τέσσερις «εγκεκριμένους» οίκους. Ο συγκεκριμένος έχει αφήσει τη χώρα μας τρία ολόκληρα σκαλοπάτια μακριά από την επενδυτική βαθμίδα και θα αποτελούσε «σούπερ έκπληξη» να καλύψει «μια και έξω» όλη την απόσταση. Ωστόσο, η οποιαδήποτε ανακοίνωση αναβάθμισης από τον «σκληρό» οίκο, θα «έστρωνε το χαλί» για αναβάθμιση κι από τους υπόλοιπους (S&P’s και Fitch).
Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα η Ελλάδα έχει επιτύχει την επενδυτική βαθμίδα σε όρους αγοράς, καθώς η μείωση της απόδοσης και του spread των ελληνικών ομολόγων είναι πολύ σημαντική.
Ωστόσο, είναι απαραίτητο η επενδυτική βαθμίδα να μπει και στη «βιτρίνα» της χώρας, ώστε τα ελληνικά ομόλογα να αγοράζονται από τους μεγαλύτερους θεσμικούς επενδυτές του πλανήτη -στους οποίους σήμερα οι εσωτερικοί κανονισμοί των funds απαγορεύουν να επενδύσουν έστω και 1 δολάριο σε ελληνικούς τίτλους, επειδή ανήκουν στην κατηγορία «σκουπίδια».
Χατζηδάκης: Σημαντική εξέλιξη σε δύσκολη συγκυρία
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μετά την ανακοίνωση του οίκου DBRS Morningstar για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, σε μια στιγμή που η σκέψη όλων μας είναι στα θύματα των άνευ προηγουμένου φυσικών καταστροφών και τις οικογένειές τους, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια, είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για τη χώρα μας.
Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ένας από τους τέσσερις διεθνείς οίκους που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δίνει στην Ελλάδα τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα και με αυτόν τον τρόπο την κατατάσσει σε μια διαφορετική πλέον κατηγορία από πλευράς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Το άλμα αυτό δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και τεχνικού χαρακτήρα. Προϋπέθετε αφενός τη συστηματική προσπάθεια που έγινε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε οικονομικό επίπεδο και η οποία είχε επιβραβευτεί μέχρι τώρα με αλλεπάλληλες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις. Σημαίνει επίσης περαιτέρω βελτίωση των όρων δανεισμού, περισσότερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας.
Η ανακοίνωση του οίκου DBRS είναι αρκετά εύγλωττη για να γίνουν πολλά περαιτέρω σχόλια. Μιλάει τόσο για την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης σε διαφορετικά επίπεδα (αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών, μείωση της ανεργίας, μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και για τον συνδυασμό της πολιτικής σταθερότητας με την υπεύθυνη οικονομική πολιτική που δημιουργεί ένα κατάλληλο κλίμα για την περαιτέρω ενδυνάμωση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δουλειά μας είναι να συνεχίσουμε με σοβαρότητα τις προσπάθειές μας στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής όσο και των διαρθρωτικών αλλαγών, για να πείθουμε τόσο τους οίκους αξιολόγησης, όσο και τις αγορές και τους επενδυτές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που αξίζει κανείς να επενδύει και να ανοίγει καινούργιες δουλειές. Το οφείλουμε σε όλους τους Έλληνες πολίτες, το οφείλουμε στην πατρίδα μας».
Την αναβάθμιση από τον Καναδικό Οίκο αξιολόγησης ανάρτησαν στον λογαριασμό τους στην πλατφόρμα Χ ο υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης και ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Άλεξ Πατέλης.
Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση αντανακλά την απόψη ότι, με βάση και το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές Αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.
Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια δεν απέτρεψαν τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ για φέτος αναμένεται πλεόνασμα 1,1% και για το 2024 2,1%.
Από τα υψηλά επίπεδα του 2020, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό στο ΑΕΠ, πέρυσι κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, επωφελούμενο από τη δημοσιονομική επανόρθωση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Η σημαντική βελτίωση όσον αφορά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ωθεί το αξιόχρεο ανοδικά.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, σημειώνει ο DBRS, η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα, σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9% με παράλληλες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, ενισχυόμενες από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις και την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα.
Καθώς το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) συνεχίζει να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή ανάπτυξης, αν και υπάρχουν εξωγενείς καθοδικοί κίνδυνοι.
Το βελτιωμένο αξιόχρεο αντανακλά, επίσης, την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς του Ευρωσυστήματος, μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, σημειώνει ο οίκος.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει να ωφελείται από την ισχυρή στήριξη και χρηματοδοτικά οφέλη σε περιόδους κρίσεων, ιδιαίτερα με τα νέα εργαλεία της ΕΕ/ευρωσυστήματος και τα μέσα που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι βελτιώσεις στη ‘δημοσιονομική διαχείριση και πολιτική’ και στα θεμέλια του ‘χρέους και ρευστότητας’ αποτελούν τους βασικούς λόγους για την αναβάθμιση του αξιόχρεου», αναφέρει η ανακοίνωση.
Ο οίκος εκφράζει την άποψη ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα συνεχίσουν να προσφέρουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, στηρίζοντας παράλληλα την αύξηση των επενδύσεων με πόρους που διοχετεύονται και μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.
Η αξιολόγηση της Ελλάδας περιορίζεται από την οικονομική κληρονομιά που άφησε η παρατεταμένη κρίση, δηλαδή από το πολύ υψηλό λόγο του δημόσιου χρέους, το ακόμη υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν συμβούν ένα ή συνδυασμός από τα παρακάτω:
(1) συνεχής υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις πιο μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές,
(2) συνεχής δέσμευση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα που οδηγεί σε διαρκή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους.
Από την άλλη πλευρά, δυνητικοί μοχλοί για υποβάθμιση περιλαμβάνουν έναν ή συνδυασμό από τα παρακάτω:
(1) παρατεταμένη εξασθένιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε μία σταθερή ανοδική τάση,
(2) μία αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και
(3) μία εκ νέου αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ο οίκος σημειώνει ότι η νέα κυβέρνηση διασφαλίζει τη συνέχεια της πολιτικής, η οποία ενισχύει την υλοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και με τη σειρά της στηρίζει την οικονομία.
Για την οικονομία αναφέρει ότι παρέμεινε ισχυρή το 2022, σημειώνοντας αύξηση του ΑΕΠ 5,9% που καθοδηγήθηκε από τη συνεχιζόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας και τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης. Φέτος, η ανάπτυξη, σημειώνει ο DBRS, αναμένεται να μετριασθεί, αλλά να ξεπεράσει το 2% καθώς τα ισχυρά τουριστικά έσοδα και η επιτάχυνση των επενδύσεων θα στηρίξουν την οικονομία.
Για το δημόσιο χρέος αναφέρει ότι παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, αλλά η ευνοϊκή διάρθρωση και η μείωση της δαπάνης για τους τόκους περιορίζει τους κινδύνους. Αναφέρει ειδικότερα ότι ο επίσημος τομέας κατέχει το 70% του χρέους, με τη μέση σταθμισμένη διάρκειά του να είναι πολύ μεγάλη – στα 20 χρόνια στο τέλος του 2022 – και με το 100% του χρέους αυτού να έχει σταθερά επιτόκια.
Επιπλέον, ο ΟΔΔΗΧ ασκεί στρατηγική ενεργητικής διαχείρισης του χρέους για να περιορίζει τον κίνδυνο αυξήσεων του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο για το μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος εκτιμάται στο 1,2%. Το σημαντικό ύψος των ταμειακών διαθεσίμων, περίπου 35 δισεκ. ευρώ, συνεχίζει να χρησιμεύει ως μαξιλάρι ρευστότητας και αυξάνει την εμπιστοσύνη των παραγόντων της αγοράς.
Για τις τράπεζες, ο DBRS σημειώνει ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), αλλά τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων.
Το ποσοστό των κόκκινων δανείων μειώθηκε στο 8,8% στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023 από 12,1% το πρώτο τρίμηνο του 2021 και είναι μειωμένο κατά 40,3 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό επίπεδό τους τον Ιούνιο του 2017.
Για την ΕΚΤ αρκεί η επενδυτική βαθμίδα από τον DBRS για να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο με μειωμένο «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας τους αλλά και για την ένταξή τους σε προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (οι αγορές ελληνικών τίτλων στο έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία έγιναν κατ’ εξαίρεση, με ειδική απόφαση).
Το ενδιαφέρον τώρα στρέφεται στις αξιολογήσεις που ακολουθούν από τους άλλους τρεις μεγάλους οίκους, με τον Moody’s να δίνει τη δική του ετυμηγορία την επόμενη Παρασκευή, 15 Σεπτεμβρίου, τον S&P στις 20 Οκτωβρίου και τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου.