«Καθαρή» θα είναι η διάταξη με την οποία θα σημάνει το τέλος του… τέλους επιτηδεύματος και το «ψαλίδισμα» των τεκμηρίων.
«Δεν θα υπάρχει ως αίρεση η μείωση της φοροδιαφυγής», επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, για την υλοποίηση αυτών των δύο βασικών κυβερνητικών εξαγγελιών, δεν θα υπάρχει ως προϋπόθεση ο περιορισμός των απωλειών εσόδων ΦΠΑ ή φόρου εισοδήματος, λόγω φοροδιαφυγής. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το σαφάρι των φοροφυγάδων θα χαλαρώσει. Τουναντίον.
Οι διατάξεις για το τέλος επιτηδεύματος
Οι διατάξεις για το τέλος επιτηδεύματος και τα τεκμήρια θα πάνε στη Βουλή προς ψήφιση το φθινόπωρο του 2024, καθώς εξαρχής ήταν προγραμματισμένο να ισχύσουν από το 2025. Ειδικά όσον αφορά στη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, υπολογίζεται ότι θα έχει κόστος 89 εκατ. ευρώ το 2025, 222 εκατ. ευρώ το 2026 και 443 εκατ. ευρώ το 2027, δηλαδή με την πλήρη κατάργηση. Πρακτικά, χιλιάδες επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις θα δουν το «χαράτσι» να μειώνεται σε πρώτη φάση στα 520 ευρώ, για τις επιχειρήσεις σε μικρές πόλεις το Τέλος «ψαλιδίζεται» στα 640 ευρώ, και στις μεγάλες πόλεις στα 800 ευρώ.
Η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών βιβλίων και τιμολογίων, τα ψηφιακά ελεγκτικά εργαλεία και η αύξηση των e-πληρωμών επιτρέπουν μία ακόμα διόρθωση φορολογικής στρέβλωσης. Από την Πρωτοχρονιά του 2025 μειώνονται κατά 30% μεσοσταθμικά τα τεκμήρια διαβίωσης, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι από την εξέλιξη της μάχης με τη φοροδιαφυγή μπορεί να γίνουν πιο γενναία βήματα.
Tα ηλεκτρονικά εργαλεία
Στην πραγματικότητα, στο οικονομικό επιτελείο και στην ΑΑΔΕ πιστεύουν ότι στη διάρκεια της επόμενης χρονιάς θα μπορέσουν να ενεργοποιηθούν όλα τα ηλεκτρονικά εργαλεία με τα οποία οι τρύπες της φοροδιαφυγής μπορούν να κλείσουν. Με συντηρητικούς υπολογισμούς, κάθε μείωση του «κενού» ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα προσθέτει στα κρατικά ταμεία γύρω στα 220 εκατ. ευρώ, ενώ αντίστοιχη μείωση στις απώλειες φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων μπορεί να φέρνει στον κρατικό «κουμπαρά» τουλάχιστον 180 εκατ. ευρώ.
Οι τελευταίες μετρήσεις της Κομισιόν για τον «κενό» ΦΠΑ, δηλαδή τις απώλειες επί των δυνητικών εσόδων του, έδειξαν ότι από το απίστευτο αρνητικό ρεκόρ του 29,1% το 2017- κάτι που ισοδυναμούσε με τρύπα άνω των 6 δισ. ευρώ- οι απώλειες το 2021 είχαν περιοριστεί στο 14%, δηλαδή στα περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Προφανές είναι, και περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν, και οι τεχνολογικές δυνατότητες το επιτρέπουν.
Όσον αφορά στις απώλειες του φόρου εισοδήματος, επίσημες μετρήσεις δεν υπάρχουν, ωστόσο από τη σύγκριση δηλωμένων εισοδημάτων, καταναλωτικών δαπανών και τραπεζικών καταθέσεων, αναδύεται μια «γκρίζα» φορολογητέα ύλη 60-70 δισ. ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με φορολογικά έσοδα τουλάχιστον 19 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, η αποτελεσματικότητα των συμβατικών όπλων κατά της φοροδιαφυγής και ειδικά των τεκμηρίων αμφισβητείται εκ των πραγμάτων. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την ΑΑΔΕ έδειξαν ότι, από το σύνολο των περίπου 6,5 εκατομμυρίων φορολογικών δηλώσεων, πιάστηκαν στη φάκα των τεκμηρίων γύρω στους 1,8 εκατ. δηλώσεις, στις οποίες προστέθηκαν γύρω στα 6 δισ. ευρώ προς φορολόγηση. Ποιο είναι το πρόβλημα; Πάνω από 1 εκατομμύριο από αυτές τις δηλώσεις ήταν… μισθωτών και συνταξιούχων και μόλις 146.292 από επιτηδευματίες. Προφανές είναι ότι μισθωτοί-συνταξιούχοι δεν είναι πρωταθλητές φοροδιαφυγής, αλλά ότι οι στρεβλώσεις των τεκμηρίων κάνουν θαύματα, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις όσων επιβαρύνονται με το ελάχιστο τεκμήριο των 3.000 ευρώ και το τεκμήριο ιδιοκατοίκησης, χωρίς να έχουν πραγματικά εισοδήματα.
Το μήνυμα που εκπέμπει το οικονομικό επιτελείο είναι ότι η μάχη για τη φοροδιαφυγή θα δοθεί από εδώ και πέρα με άλλους όρους κι ότι από την έκβασή της δεν θα εξαρτηθεί η υλοποίηση των κυβερνητικών εξαγγελιών, αλλά η δυνατότητα περισσότερων ελαφρύνσεων, κυρίως η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ…