Το γεγονός ότι εν έτει 2023 συνεχίζουμε να μιλάμε για «αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής», σαφώς και είναι προβληματικό. Ωστόσο, είναι μονόδρομος για τη μείωση άμεσων κι έμμεσων φόρων, χωρίς να κινδυνεύει να πέσει έξω ο Προϋπολογισμός.
Η συνειδητή επιλογή του Κ. Χατζηδάκη να συμπεριλάβει στους 6 βασικούς άξονες της τετραετίας, τη μείωση φορολογικών συντελεστών, σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, δεν είναι τυχαία. Όποιος διάβασε την τελευταία Έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα κι έχει και μια επιδερμική έστω σχέση με τα παζάρια για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αντιλαμβάνεται ότι από εδώ και πέρα, κάθε πρόσθετη ελάφρυνση θα περνάει δια πυρός και σιδήρου και μόνο εφόσον είναι απολύτως “δεμένη”. Κοινώς μόνο αν ισοσκελίζεται από μόνιμες και αξιόπιστες πηγές εσόδων.
Μείωση των συντελεστών ΦΠΑ υπό προϋποθέσεις
Λίγο πριν από τις κάλπες της 25ης Ιουνίου, ο Κ. Μητσοτάκης έβαλε στο τραπέζι την οριζόντια μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ- κάτι που δεν κατέστη δυνατόν την πρώτη τετραετία- στο δεύτερο μισό της νέας τετραετίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα βγαίνουν τα νούμερα, δηλαδή εφόσον δεν θα επηρεάζονται οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η αναφορά του νέου “Τσάρου” της Οικονομίας σε “μείωση συντελεστών”, γενικώς και αορίστως, θα μπορούσε, πάντως, να ερμηνευθεί και ως πρόθεση ή διάθεση επανεξέτασης και της φορολογικής κλίμακας των φυσικών προσώπων ή/και των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων. Όσο για τον ΕΝΦΙΑ, η δρομολογημένη μείωση κατά 10% για όσους ασφαλίζουν τα ακίνητα τους από φυσικές καταστροφές, μάλλον εξαντλεί τα περιθώρια άλλων παρεμβάσεων.
Ειδικά όσον αφορά στη φορολόγηση των φυσικών προσώπων, υπάρχουν σενάρια για μια και μοναδική κλίμακα όλων των εισοδημάτων. Δεν είναι σαφές εάν αυτά θα προστίθενται και θα υπάγονται σε μια ενιαία κλίμακα ή αν το κάθε εισόδημα θα φορολογείται ξεχωριστά αλλά με την ίδια κλίμακα. Σήμερα, για παράδειγμα, το εισόδημα ως 12.000 ευρώ από ακίνητα φορολογείται με 15%, δηλαδή έχει φόρο 1.800 ευρώ, ενώ αντίστοιχο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες έχει φόρο κλίμακας 1.340 ευρώ, χωρίς να συνυπολογίσουμε την έκπτωση φόρου, δηλαδή το έμμεσο αφορολόγητο.
Υπό εξέταση το σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών
Υπό εξέταση είναι και το ισχύον σύστημα φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, που έχει μπει για τα καλά στο “μάτι” των Βρυξελλών. “Η φορολογική συμμόρφωση θα μπορούσε να βελτιωθεί με την επέκταση της εφαρμογής των ηλεκτρονικών πληρωμών και την αυξημένη χρήση των πληροφοριών που προέρχονται από τις ηλεκτρονικές πληρωμές, δεδομένων ιδίως πρόσφατων στοιχείων που αποδεικνύουν την αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ των χαμηλών δηλωθέντων εισοδημάτων και του κύκλου εργασιών των αυτοαπασχολούμενων που κατά τα φαινόμενα αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς”, επισημαίνει στην τελευταία της Έκθεση η Κομισιόν και στο οικονομικό επιτελείο συμμερίζονται απολύτως αυτήν τη διαπίστωση.
Ποιο είναι πρακτικά το πρώτο πρόβλημα; Ενώ οι τζίροι είναι υψηλοί- χωρίς να υπολογίζουμε τα αδήλωτα εισοδήματα- δηλώνονται τόσες εκπιπτόμενες δαπάνες, που τελικά τα φορολογητέα έσοδα περιορίζονται δραστικά και ο φόρος πέφτει στα τάρταρα. Ποιο είναι το δεύτερο πρόβλημα; Υπάρχει μεγάλος όγκος φορολογητέας ύλης που παραμένει στη “γκρίζα” ζώνη και δεν φτάνει ποτέ στην εφορία.
Πλαστικό χρήμα
Η αναζήτηση των κατάλληλων κινήτρων για να ενισχυθεί η χρήση πλαστικού χρήματος στις συναλλαγές με επαγγελματικές ομάδες “υψηλού κινδύνου φοροδιαφυγής”, είναι βασική προτεραιότητα του νέου οικονομικού επιτελείου και ειδικά του αρμόδιου υφυπουργού Χ. Θεοχάρη, καθώς το σύστημα των “διπλών” αποδείξεων και του ειδικού bonus έκπτωσης φόρου, απέτυχε παταγωδώς. Θέμα χρόνου είναι και η υπογραφή της Απόφασης, με την οποία θα θεσμοθετηθεί επιτέλους το bonus (πιθανότατα ως 2.500 ευρώ) για όσους εντοπίζουν “μαϊμού” ή αδήλωτες αποδείξεις και τις καταγγέλλουν στην ΑΑΔΕ, χρησιμοποιώντας την εφαρμογή appodixi. Υπό εξέταση είναι και η θεσμοθέτηση αντικινήτρων για τη χρήση μετρητών.
Στο πεδίο του ΦΠΑ, οι απώλειες σαφώς έχουν περιοριστεί. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα έχει καταφέρει να περιορίσει την “τρύπα” από το 29,1% των δυνητικών εισπράξεων του 2017, στο 14% το 2021, αλλά παραμένει μακριά από το μέσο ευρωπαϊκό όρο του 9%. Πρακτικά, εκεί που “χάνονταν” 5-6 δισ ευρώ το χρόνο, πλέον οι απώλειες υπολογίζονται γύρω στα 2-2,5 δισ ευρώ. Προφανώς και δεν υπάρχει η πολυτέλεια τέτοιων απωλειών.
Στο πεδίο του φόρου εισοδήματος, τα πράγματα είναι χειρότερα. Υπολογίζεται ότι στη “γκρίζα” ζώνη κινούνται εισοδήματα 60-70 δισ ευρώ κι αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες εσόδων αγγίζουν ή ξεπερνούν τα 19 δισ ευρώ.