ΤτΕ: Πληθωρισμός και υψηλά επιτόκια «απειλούν» τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Αυξημένους κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος παρόλο που ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται πλέον σε σαφώς καλύτερη θέση σε σύγκριση με το παρελθόν.

 

Ο πληθωρισμός και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και να συμβάλουν στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Για τους λόγους αυτούς η ΤτΕ εκτιμά ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν βελτιώνοντας τόσο την ποιότητα του ενεργητικού τους, όσο και την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Επίσης, η ΤτΕ προειδοποιεί καθώς η εν δυνάμει ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό επίπεδο, οι σταδιακά διαμορφούμενες αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, αλλά και ο κίνδυνος εμφάνισης εξωγενών αναταράξεων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, συνθέτουν και καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το ευμετάβλητο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Επιπροσθέτως οι πρόσφατες αναταράξεις στα τραπεζικά συστήματα των ΗΠΑ και της Ελβετίας καθιστούν αναγκαία την εγρήγορση όλων των εμπλεκόμενων φορέων και έφεραν στο προσκήνιο, με εμφατικό τρόπο, την ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης.

Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία το 2022 αποτελεί θετική εξέλιξη, ενώ και το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων.

Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενισχύει τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων.

Όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η Έκθεση διαπιστώνει ότι ενισχύθηκε σημαντικά το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και δευτερευόντως λόγω της έκδοσης πρόσθετων μέσων κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 17,5%, από 16,2% αντιστοίχως.

Το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2022: 8,7%) μειώθηκε, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, η ΤτΕ συστήνει στις διοικήσεις των τραπεζών να συνεχίσουν την προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση.

της ΕλλάδοςΤράπεζαΤτΕ