«Μύρισε» καλοκαίρι του 2021 μετά τη «βουτιά» του φυσικού αερίου στα επίπεδα εκείνης της περιόδου, όταν είχαν αρχίσει στην Ευρώπη να… γκρινιάζουν, χωρίς καν να υποψιάζονται αυτό που ερχόταν.
Η υποχώρηση της τιμής του φυσικού αερίου στα 36 ευρώ, δηλαδή 66% κάτω από τα περσινά επίπεδα, αναμφίβολα έφερε κάποια συγκρατημένα χαμόγελα και στεναγμούς ανακούφισης, μετά το ενεργειακό σοκ του 2022. Και δεν είναι μόνο η «ανάσα» στους λογαριασμούς κατανάλωσης αερίου, είναι κυρίως η αποκλιμάκωση της τιμής του ρεύματος. Είναι, όμως, όλα ρόδινα;
Κατ’ αρχάς, κανείς δεν τολμάει να μιλήσει για λήξη συναγερμού. Είναι ενδεικτικό ότι, χωρίς να υπάρχει κάποια σαφής ένδειξη σχετικά με το πώς θα κινηθούν οι ευρωπαϊκές χώρες για την αναπλήρωση των αποθεμάτων τους, τα προθεσμιακά συμβόλαια για την επόμενη χειμερινή σεζόν -δηλαδή για το γ’ 3μηνο του 2023 και το α’ 3μηνο του 2024- «παίζουν» ως τα 57 ευρώ. Ωστόσο, ακόμα κι αν υποθέσει κανείς ότι οι τιμές θα παραμείνουν πάνω-κάτω στα σημερινά επίπεδα, απέχουν πολύ από τα προ κρίσης δεδομένα.
Η τιμή του φυσικού αερίου διπλασιάστηκε την περίοδο της πανδημίας
Τον Μάιο του 2019, δηλαδή την εποχή της… αθωότητας, το φυσικό αέριο βρισκόταν γύρω στα 15 ευρώ, κι αν ανατρέξει κανείς στα ιστορικά στοιχεία, θα διαπιστώσει ότι περίπου σε αυτά τα επίπεδα διαμορφωνόταν η τιμή του. Οι στρεβλώσεις που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdowns «έσπρωξαν» το φυσικό αέριο στη διπλάσια τιμή και ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε το σοκ. Δυστυχώς, η επιστροφή στα επίπεδα του 2019 αντιμετωπίζεται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ως η επιστροφή στην κανονικότητα, παρότι είναι προφανές πως τα κόστη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσια.
Το πρόβλημα δεν είναι, όμως, θεωρητικό. Με τις τιμές της ενέργειας στα ύψη στην κορύφωση της κρίσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κινητοποίησαν πόρους 758 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών-επιχειρήσεων, ενεργοποιώντας μειώσεις φόρων και απευθείας εισοδηματικές ενισχύσεις, χωρίς να απορροφήσουν όλους τους κραδασμούς. Πλέον, με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να μιλούν επισήμως για ύφεση της ενεργειακής κρίσης, παρότι απέχουμε έτη φωτός από τα προ κρίσης επίπεδα, εντείνεται η πίεση για άρση και των τελευταίων μέτρων στήριξης.
Η ΕΚΤ πιέζει για άρση των μέτρων στήριξης
Μετά τις αλλεπάλληλες -αν και πιο «λείες»- συστάσεις του Eurogroup για δημοσιονομικό συμμάζεμα, ήρθε η σειρά της Κριστίν Λαγκάρντ να απευθύνει πιο αυστηρό μήνυμα στις κυβερνήσεις, ζητώντας την άρση των μέτρων στήριξης, έτσι ώστε να μην ενισχύεται η ζήτηση και ανατροφοδοτείται ο πληθωρισμός. Πώς «μεταφράζεται» αυτή η σύσταση; Ότι θα πρέπει τα νοικοκυριά να ζοριστούν μπας και πέσει ο πληθωρισμός, για τον οποίο βέβαια δεν ευθύνονται αυτά. Όσο για την προειδοποίηση ή απειλή, ήταν κάτι παραπάνω από σαφής: όσο οι κυβερνήσεις δεν «μαζεύονται», τόσο η ΕΚΤ θα αυξάνει τα επιτόκια.
Θα επωφεληθεί η Ελλάδα από το σκληρό παζάρι;
Στα καθ’ ημάς, αυτό το σκληρό παζάρι δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Ο μηχανισμός των επιδοτήσεων στο ρεύμα εκπνέει τον Ιούλιο, αλλά το υπουργείο Ενέργειας έχει ζητήσει παράταση, την οποία λογικά θα πάρει. Αυτό που μένει να απαντηθεί, πιθανότατα σε κάποιο από τα Eurogroup των επόμενων μηνών, είναι το αν οι επιδοτήσεις θα συνεχιστούν με τη σημερινή μορφή ή αν θα γίνουν πιο στοχευμένες, όπως έχει συστήσει ήδη το Euroworking Group. Σε ό,τι αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, όσο οι χρεώσεις του ρεύματος κινούνται στα σημερινά επίπεδα -σαφώς πολύ χαμηλότερα από το προηγούμενο 12μηνο, αλλά υψηλότερα από το 2021- θα πρέπει να κάνουν τον σχεδιασμό τους χωρίς κρατική επιδότηση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός, το εμπορικό ισοζύγιο και κατ’ επέκταση η οικονομία θα έχουν όφελος από τη «βουτιά» του φυσικού αερίου, που μένει να φανεί πώς ακριβώς θα εξαργυρωθεί. Ο Προϋπολογισμός «χτίστηκε» με βασικό σενάριο μέση τιμή φυσικού αερίου στα 120 ευρώ και πλέον απέχουμε γύρω στα 80 ευρώ από αυτό το σενάριο. Με τη ζήτηση για φυσικό αέριο γύρω στο 30% χαμηλότερα από πέρσι, δηλαδή στις περίπου 40 TWh, το κόστος προμήθειας θα είναι 5-5,2 δισ. ευρώ μικρότερο, «ανακουφίζοντας» ανάλογα το ισοζύγιο πληρωμών και δίνοντας ώθηση στο ΑΕΠ κατά τουλάχιστον μισή με μία μονάδα.
Πηγή: iEfimerida.gr