«Απόσταση» περί τα 3,4 δισ. ευρώ «κάλυψε» η ελληνική οικονομία πέρυσι, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022 από την πρόβλεψη για 1,6% του ΑΕΠ (στον προϋπολογισμό) μηδενίστηκε, όπως αναφέρει και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Και η οποία «απόσταση» μπορεί να μεγεθυνθεί περαιτέρω, εάν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για οριακό πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2022.
Η εν λόγω εξέλιξη καθιστά ευκολότερο τον στόχο για πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ εφέτος (οι ανακοινώσεις από τη Eurostat θα γίνουν 24 Απριλίου), ενώ δίνει “σήμα” στις αγορές για την ανάκτηση εφέτος της επενδυτικής βαθμίδας.
Το γεγονός αυτό μπορεί να αποφέρει ετήσιο δημοσιονομικό όφελος 900 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ, καθώς θα οδηγήσει σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για το Δημόσιο.
Για την ανατροπή στο πρωτογενές αποτέλεσμα του 2022, ο υπουργός Οικονομικών επισημαίνει σε αποκλειστική δήλωσή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ότι «το καλύτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε σχέση με τις έως πρότινος εκτιμήσεις οφείλεται, κυρίως, στην υψηλότερη ανάπτυξη». Και προσθέτει πως «αυτό βοηθά την οικονομία και την κοινωνία».
Όντως, υπήρξε καλύτερη επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε όρους ΑΕΠ πέρυσι και οι πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 5,9% (από 5,6% που ήταν ο τελευταίος στόχος). Η εξέλιξη αυτή έφερε την ουσιαστική υπέρβαση των στόχων για τα έσοδα, ενώ ταυτόχρονα το ΑΕΠ είχε εκτιμηθεί για το 2022 στα 187,278 δισ. ευρώ, αλλά οι πρώτες μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ “δείχνουν” 208 δισ. ευρώ, επηρεάζοντας και τον λόγο του ελλείμματος προς το ΑΕΠ.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Σταϊκούρας αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ένας από τους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, από την αρχή της θητείας της, ήταν η εφαρμογή μιας συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής. Πολιτική που, εξαιτίας των αλλεπάλληλων εξωγενών κρίσεων, χρειάστηκε να συνδυαστεί με τη γενναία και αποτελεσματική στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας έναντι των επιπτώσεων των κρίσεων. Έχοντας πετύχει να προσφέρουμε τη στήριξη αυτή, δώσαμε έμφαση στη σταθεροποίηση και τη σταδιακή βελτίωση των δημοσίων οικονομικών.
Και τα καταφέραμε. Η Ελλάδα κατέγραψε το 2022 τη μεγαλύτερη πανευρωπαϊκά δημοσιονομική βελτίωση, μηδενίζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα, παρά το γεγονός ότι τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας ήταν από τα πιο γενναιόδωρα στην Ευρώπη. Πρόκειται για ακόμη μία απτή απόδειξη της υψηλής ανθεκτικότητας, της σημαντικής προόδου και της ισχυρής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, που κατακτήθηκαν χάρη στη σκληρή, μεθοδική προσπάθεια όλων μας-πολιτών και πολιτείας».
Μια δεύτερη παράμετρος για τον (τουλάχιστον) μηδενισμό του ελλείμματος είναι το γεγονός ότι η Eurostat “έγραψε” δημοσιονομικά την τελευταία δόση μέτρων ελάφρυνσης του χρέους το 2022, τότε που ελήφθη η απόφαση από το Eurogroup και τον ESM. Υπάρχει δε και η συμμετοχή του ΤΧΣ στην επικείμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής. Στις 22 Δεκεμβρίου πέρυσι, ποσό 329 εκατ. ευρώ μεταφέρθηκε από το Δημόσιο σε έναν λογαριασμό της τράπεζας, επηρεάζοντας μεν το ταμειακό αλλά όχι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσό αυτό θα μετρηθεί στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2023.
Το “στοίχημα” τώρα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με τον πρόεδρο του Eurogroup Πασκάλ Ντόναχιου να εκφράζει την πεποίθηση ότι η επενδυτική βαθμίδα για την ελληνική οικονομία θα έρθει σύντομα. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s ενδέχεται, σύμφωνα με αναλυτές, να δώσει την επενδυτική βαθμίδα στις 21 Απριλίου, όταν θα δημοσιοποιήσει την αναφορά του για το ελληνικό αξιόχρεο. Αν και, άλλοι αναλυτές εκτιμούν πως η επενδυτική βαθμίδα θα έρθει μετά τις βουλευτικές εκλογές.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας πιστεύει ότι είναι απολύτως εφικτή η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023. Συγκεκριμένα, στη δήλωσή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ επισημαίνει πως «η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται, πλέον, με έναν από τους μεγαλύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη. Έρχεται δε, να προστεθεί στη δραστική υποχώρηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες την τριετία. Επίδοση που, επίσης, οφείλεται, κυρίως, στην ανάπτυξη και αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία της ευρωζώνης.
Τα παραπάνω, μαζί με το χτίσιμο ισχυρών ταμειακών διαθεσίμων και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας- με σημαντική αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών- καθώς και την επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, την πρόωρη εξόφληση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, καθιστούν απολύτως εφικτή την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023».