Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επηρεάσει ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και αυξάνοντας τον πληθωρισμό και θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αναδιαμορφώσει θεμελιωδώς την παγκόσμια οικονομική τάξη, ανακοίνωσε χθες, Τρίτη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Πέρα από τον ανθρώπινο πόνο και τις ιστορικών διαστάσεων προσφυγικές ροές, ο πόλεμος αυξάνει τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και διαβρώνοντας την αξία των εισοδημάτων, ενώ διαταράσσει το εμπόριο, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τα εμβάσματα σε χώρες γειτονικές της Ουκρανίας, αναφέρει το ΔΝΤ σε καταχώριση στον ιστότοπό του.
Επίσης διαβρώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και προκαλεί αβεβαιότητα μεταξύ των επενδυτών, η οποία θα μειώσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, θα δυσχεράνει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και μπορεί να προκαλέσει εκροές κεφαλαίων από αναδυόμενες αγορές, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
«Η σύγκρουση είναι ένα μείζον πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία, το οποίο θα βλάψει την ανάπτυξη και θα αυξήσει τις τιμές», ανακοίνωσε το ΔΝΤ.
Αξιωματούχοι του ΔΝΤ έχουν ήδη δηλώσει πως αναμένουν ότι θα μειωθεί η προηγούμενη πρόβλεψη του Ταμείου για παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη 4,4% το 2022. Στη χθεσινή καταχώριση, αναφέρουν ότι οι προβλέψεις τους για την περιφερειακή ανάπτυξη είναι επίσης πιθανό να αναθεωρηθούν προς τα κάτω.
Το ΔΝΤ πρόκειται να δημοσιοποιήσει επικαιροποιημένες προβλέψεις στις 19 Απριλίου.
Χώρες με άμεση έκθεση στο εμπόριο, τον τουρισμό και τα χρηματοοικονομικά θα αισθανθούν αυξανόμενη πίεση, αναφέρει το ΔΝΤ και κάνει λόγο για μεγαλύτερο κίνδυνο αναταραχής σε ορισμένες περιφέρειες, από την υποσαχάρεια Αφρική και τη Λατινική Αμερική μέχρι τον Καύκασο και την κεντρική Ασία.
Ταυτόχρονα η διατροφική ανασφάλεια είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω σε τμήματα της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, όπου χώρες όπως η Αίγυπτος εισάγουν το 80% του σιταριού τους από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Πιο μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, «ο πόλεμος μπορεί να μεταβάλει θεμελιωδώς την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική τάξη, εφόσον το εμπόριο της ενέργειας μετατοπισθεί, οι αλυσίδες προμηθειών αναδιαταχθούν, τα δίκτυα πληρωμών αποδιοργανωθούν και χώρες επανεξετάσουν τα συναλλαγματικά αποθέματά τους».
Το ΔΝΤ προβλέπει βαθιά ύφεση στην Ουκρανία και τη Ρωσία και αναφέρει πως η Ευρώπη μπορεί να δει διαταράξεις στις εισαγωγές φυσικού αερίου και ευρύτερες διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η ανατολική Ευρώπη, η οποία έχει απορροφήσει τους περισσότερους από τους 3 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν διαφύγει από την Ουκρανία, θα δει ως αποτέλεσμα υψηλότερα χρηματοδοτικά κόστη.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως χώρες στον Καύκασο και την κεντρική Ασία, των οποίων το εμπορικό σύστημα και το σύστημα των πληρωμών συνδέεται στενά με τη Ρωσία, θα πληγούν περισσότερο από την ύφεση σ’ αυτή και από τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με μείωση του εμπορίου, των εμβασμάτων, των επενδύσεων και του τουρισμού. Η Μόσχα αποκαλεί τις ενέργειές της στην Ουκρανία «ειδική επιχείρηση».
Στη Μέση Ανατιολή και την Αφρική, η επιδείνωση των εξωτερικών χρηματοδοτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει εκροές κεφαλαίων και να αυξήσει τους αντίθετους ανέμους για χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους και μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης, αναφέρει το ΔΝΤ.
Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων, ο μειωμένος τουρισμός και τα προβλήματα στην πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου θα απειλήσουν χώρες στην υποσαχάρεια Αφρική, η οποία εισάγει περίπου το 85% του σίτου που καταναλώνει, με το ένα τρίτο αυτού να έρχεται από τη Ρωσία ή την Ουκρανία.
Οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας είναι ο κύριος δίαυλος για τη διάχυση των συνεπειών στο Δυτικό Ημισφαίριο, με τις υψηλές τιμές των εμπορευμάτων να είναι πιθανό να επιταχύνουν σημαντικά τον ήδη υψηλό πληθωρισμό στη Λατινική Αμερική, την Καραϊβική και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην Ασία, το μεγαλύτερο αντίκτυπο θα αισθανθούν οι οικονομίες της ASEAN που εισάγουν πετρέλαιο, η Ινδία και μερικά νησιά του Ειρηνικού, ενώ οι νέες επιδοτήσεις στα καύσιμα μπορεί να μειώσουν τον αντίκτυπο στην Ιαπωνία και την Κορέα, αναφέρει το ΔΝΤ.