Επικριτικοί απέναντι στην ΕΕ αλλά και στο ΔΝΤ όσον αφορά στο χειρισμό του ελληνικού ζητήματος εμφανίζονται δύο «βαριά ονόματα» της μεγάλης οικονομικής εφημερίδας Financial Times με δύο ξεχωριστά άρθρα. Οι Financial Times, βρετανική εφημερίδα, σε γενικές γραμμές αντανακλά την αγγλοσαξωνική οικονομική σχολή σκέψης, και συχνά συμφωνεί «περισσότερο» σε ορισμένα σημεία με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού από ό,τι με τις Βρυξέλλες και πολύ περισσότερο με το Βερολίνο.
Ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου, ένας από τους γνωστότερους οικονομικούς αναλυτές και σταθερός αρθρογράφος της εφημερίδας αρμόδιος για τα θέματα της ευρωπαϊκής οικονομίας, επανέρχεται ακόμη πιο επικριτικός, αυτήν την φορά, για την στάση της ΕΕ απέναντι στην κρίση της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα απέναντι στην Ελλάδα προχωρώντας σε έναν παραλληλισμό του πώς στέκεται η ΕΕ απέναντι και στα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, για να καταλήξει να σχολιάσει αρνητικά και τις δύο περιπτώσεις.
«Το αντίστοιχο μίας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στην οικονομία είναι το rollover του χρέους ενός χρεοκοπημένου κράτους. Στην Ευρώπη είχαμε και τα δύο τις τρεις τελευταίες εβδομάδες. Η οικονομική και η πολιτική διπλωματία επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην αποτροπή της άμεσης καταστροφής χωρίς στρατηγικό στόχο. Ο κίνδυνος είναι πως η Ουκρανία και η Ελλάδα θα καταλήξουν δύο χρεοκοπημένα κράτη» σημειώνει ο Μουνχάου και υπενθυμίζει ότι μετά από πέντε χρόνια κρίσης η Ελλάδα καταγράφει μία από τις χειρότερες πορείες στην οικονομική ιστορία, και παρόλα αυτά επιλέχθηκε η συνέχιση της ίδιας πολιτικής.
Στα επιχειρήματα, κυρίως της γερμανικής ηγεσίας, ότι η ες αεί μετακύληση του χρέους σε χαμηλά επιτόκια οικονομικά αντιστοιχεί με διαγραφή του χρέους ενώ παράλληλα σε πολιτικό επίπεδο πρόκειται για λύση που δεν θέτει σε δύσκολη θέση τους πιστωτές για ν’ αναγνωρίσουν ζημιές, ο Μουνχάου αντιπαραθέτει ότι αν επρόκειτο για στρατιωτική σύρραξη, η λογική είναι ότι η διαρκής ανανέωση μιας κατάπαυσης πυρός ισοδυναμεί με συμφωνία ειρήνης. Ο Γερμανός αρθρογράφος των Financial Times χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα αυτά, εκτός από εντελώς αναποτελεσματικά, «ανήθικα και ανειλικρινή». Κάνει λόγο για «παιχνίδι παράτασης και προσποίησης» ενώ η πραγματική οικονομία καταστρέφεται καθώς η λιτότητα διαλύει εισοδήματα και απασχόληση, τα λάθη στην νομισματική πολιτική κατακρημνίζουν τον πληθωρισμό και πρακτικά καμία χώρα της περιφέρειας, πολύ περισσότερο η Ελλάδα, δεν μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της.
Ο Μουνχάου προβλέπει ότι αν η ΕΕ τηρήσει, όπως φαίνεται να κάνει, ανάλογη στάση στο θέμα της Ουκρανίας, δηλαδή προσποιούμενη ότι θα εκπλαγεί όταν καταρρεύσει η ούτως ή άλλως θνησιγενής συμφωνία ειρήνης που υπογράφτηκε στο Μινσκ, αφού θα εκφράσει «τον αποτροπιασμό της», θα αφήσει, όπως υποστηρίζει, την χρεοκοπημένη Ουκρανία να παίξει τελικά το ρόλο της ουδέτερης ζώνης ανάμεσα σε ΕΕ και Ρωσία, κάτι που ούτως ή άλλως δεν διαφέρει πολύ απαραίτητα από ό,τι θα μπορούσε να επιδιώκει και η Μόσχα. Αυτό που ο αναλυτές καταλογίζει στην ΕΕ είναι ότι όπως στην Ουκρανία έτσι και στην Ελλάδα, η ΕΕ δεν παρενέβη όταν και όπως έπρεπε, άφησε την κατάσταση να βγει εκτός ελέγχου και θεωρώντας ότι «παίζει εκ του ασφαλούς, τελικά θέτει σε κίνδυνο την αμυντική και την οικονομική της ασφάλεια».
Ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου δηλώνει ότι, αν και υπήρξε επί χρόνια φιλοευρωπαίος και υποστηρικής της νομισματικής ένωσης, πλέον βρίσκει ολοένα δυσκολότερα επιχειρήματα για να υπερασπίσει την πολιτική της ΕΕ και αναγνωρίζει ότι ο ευρωσκεπτικισμός πια αρχίζει να έχει λογικά επιχειρήματα. Προσθέτει ότι τα επιχειρήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο ισχυρά καθώς καταρρέουν ακόμη και κάποια από τα επιτεύγματα της ΕΕ, όπως πχ τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων, κεφαλαίων, προϊόντων και ως ένα βαθμό υπηρεσιών.
«Το ευρώ που ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια ως μέρος της διαδικασίας προς την οικονομική ολοκλήρωση, πλέον, έχει εξελιχθεί σε μια μοντέρνα εκδοχή του κανόνα του χρυσού αλλά με εξόδους κινδύνου» τονίζει και αφού θέτει το ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει εύλογο συμφέρον να διεκδικεί την έξοδό της από την ευρωζώνη, απαντά θετικά. Τονίζει ότι το κεντρικό επιχείρημα μιας τέτοιας διεκδίκησης θα μπορούσε να είναι «η απελευθέρωση από ένα ιδιαίτερα κακό σύνολο πολιτικών – προκυκλικής λιτότητας και αποπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής. Το λογικό επιχείρημα για την έξοδο από την ευρωζώνη είναι η ευκαιρία να μην είσαι τόσο χαζός» τονίζει υπογραμμίζοντας ότι η ΕΕ για ν’ ανακτήσει το ηθικό και πολιτικός της κύρος, εκτός από την υπεράσπιση της Ουκρανίας, θα πρέπει να επιλύσει την ελληνική κρίση χρέους.
«Το ΔΝΤ συνεχίζει τα λάθη όσον αφορά στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη»
Ανεύθυνη και κατ’ επέκταση λανθασμένη στάση απέναντι στο χειρισμό του ελληνικού ζητήματος από την ΕΕ προσάπτει στην ηγεσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, από την πλευρά του, ο Πίτερ Ντόιλ, οικονομολόγος και πρώην στέλεχος του Ταμείου. Σε άρθρο του, επίσης, στους Financial Times, ο Ντόιλ προβαίνει σε μια πιο προσεκτική ανάλυση της επιστολής που η Κριστίν Λαγκάρντ έστειλε στον Πρόεδρο του Eurogroup σχετικά με την «λίστα Βαρουφάκη».
Όπως επισημαίνει στην επιστολή η «λίστα» χαρακτηρίζεται «επαρκώς περιεκτική ώστε να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης» αλλά ταυτόχρονα σημειώνεται ότι «η οριστική εκτίμηση για το ζήτημα αυτό θα βασιστεί κυρίως στην αξιολόγηση από τα κράτη μέλη και από τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς θεσμούς». Ο Ντόιλ υποστηρίζει ότι ουσιαστικά με την φράση αυτή η κ. Λαγκάρντ αποποιείται οποιασδήποτε ευθύνης και «πετά το μπαλάκι» στους Ευρωπαίους αφήνοντας, πρακτικά, ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Ο οικονομολόγος εκτιμά ότι μια τέτοια στάση δεν δικαιολογείται ούτε από διπλωματική αβρότητα ούτε από ενδεχόμενη πεποίθηση ότι δεν επίκειται σε καμία περίπτωση απόρριψη της «λίστας Βαρουφάκη», κάτι που πιθανώς θα πυροδοτούσε ανεξέλεγκτες εξελίξεις τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ΕΕ. Επίσης, εκτιμά ότι αν η μη υιοθέτηση σαφώς θετικής στάσης υπέρ της υιοθέτησης της «λίστας Βαρουφάκη» δια μέσου φράσεων όπως «το ΔΝΤ παροτρύνει να γίνει δεκτή» κλπ, εικάζεται ότι βασίζεται στην πεποίθηση του ΔΝΤ ότι δεν υπάρχει συστημικός κίνδυνος για την ευρωζώνη από ένα Grexit, τότε πρόκειται για λάθος εικασία διότι το Ταμείο έχει ενδελεχείς εκθέσεις στις οποίες αποτυπώνεται ξεκάθαρα η άποψη ότι ο κίνδυνος για το σύνολο της ευρωζώνης δεν έχει ξεπεραστεί ούτε απαραίτητα είναι μικρός.
Ο Ντόιλ κατηγορεί ουσιαστικά την κ. Λαγκάρντ ότι αφού πρώτα πυροδότησε φυγή καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες αφήνοντας διαρκώς υπονοούμενα για ενδεχόμενο Grexit, στη συνέχεια δια της αποφυγής υιοθέτησης ξεκάθαρης θέσης απέναντι στις ελληνικές προτάσεις, «ενθάρρυνε» την ευρωζώνη να επιμείνει στην λογική της λιτότητας στο ζήτημα της Ελλάδας, παρά, επίσης, τις αλλεπάλληλες τοποθετήσεις του ΔΝΤ που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων. Και συμπληρώνει ότι σε όλες τις παρατηρήσεις της κ. Λαγκάρντ δεν ανιχνεύεται ούτε ένα στοιχείο που να αναγνωρίζει την προφανή αδυναμία να «εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος το 2020, αν δεν γίνει αναδιάρθρωση».
«Ως εκ τούτου, οι πρόσφατες δράσεις της κ. Λαγκάρντ όχι μόνο δεν είναι συνεπείς ή δίκαιες αλλά κι επιπλέον αντανακλούν τη διαρκή υποχώρηση του ΔΝΤ από την αρχική προληπτική του λειτουργία και συνεχίζουν τη μακρά σειρά των λαθών του στη ζώνη του ευρώ» καταλήγει ο Ντόιλ θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις επιλογές της ηγεσίας του Ταμείου και επισημαίνοντας την αρνητική επίδραση που αυτές έχουν στο ρόλο του.