Η εξεύρεση τρόπων για την όσο το δυνατόν πιο άμεση συλλογή εσόδων στα δημόσια ταμεία εξελίσσεται στον πρώτο και κρισιμότατο στόχο της κυβέρνησης καθώς εντός Μαρτίου τα έξοδά της για μισθούς, συντάξεις, στοιχειώδη λειτουργία του κράτους αλλά και ικανοποίηση υποχρεώσεων προς τους πιστωτές, με τα τωρινά δεδομένα, δεν καλύπτονται. Αυτό αναμένεται να είναι και το κεντρικό θέμα συζήτησης στην νέα σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου το απόγευμα της Δευτέρας υπό τον αρμόδιο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη.
Καταρχήν το επιτελείο αναμένει τα δεδομένα που θα σταλθούν από τις εφορίες προκειμένου να εκτιμήσει τί έχουν πληρώσει οι φορολογούμενοι μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου οπότε έληγε τόσο η καταβολή του ΕΝΦΙΑ όσο και του ΦΠΑ (Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου για τις Ανώνυμες Εταιρείες και του τελευταίου τριμήνου του 2014 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς για τεχνικούς λόγους δόθηκε στο τέλος Ιανουαρίου παράταση ενός μήνα στην εξόφληση του φόρου). Η κυβέρνηση περιμένει τα έσοδα αυτά να ξεπερνούν τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, αν και δεν συμμερίζονται όλοι αυτήν την αισιοδοξία λόγω της «χαλάρωσης» στην καταβολή των φορολογικών υποχρεώσεων που επήλθε από την προεκλογική εκστρατεία.
Όπως και να έχει το βασικό είναι ότι με βάση το ποσό που θα έχει συγκεντρωθεί από ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ, θα αποφασιστεί το εύρος και η ένταση των επόμενων βημάτων του οικονομικού επιτελείου στην κατεύθυνση της συγκέντρωσης εσόδων, τα οποία ούτως ή άλλως θα έχουν χαρακτήρα κατεπείγοντος λόγω και της κατεπείγουσας κατάστασης που έχει δημιουργηθεί με την χρηματοδότηση της χώρας εξαιτίας του ωμού εκβιασμού των πιστωτών.
Μία από τις πρώτες ενέργειες, την οποία προανήγγειλε και στο υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, είναι η «εξαπόλυση ανθρωποκυνηγητού» για την άμεση επιβολή φόρου και προστίμων σε ειδοσήματα που δεν δηλώθηκαν στην εφορία η έχουν φυγαδευτεί στο εξωτερικό, κυρίως μεγάλα εισοδήματα. Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει νομοθετηθεί από το 2013 αλλά «πάγωσε» και ότι τώρα η κυβέρνηση θα την επαναφέρει «εμπλουτισμένη».
Στόχος της ρύθμισης είναι να καταλογίζονται ταχύτατα οι φόροι και τα πρόστιμα και το βάρος της απόδειξης – ότι δεν έχει υπάρξει φοροδιαφυγή – να πέφτει στον ίδιο τον φορολογούμενο, ένα σκεπτικό που υπέδειξε στην προηγούμενη κυβέρνηση η task force του κ. Ράιχενμπαχ. Για την κυβέρνηση το κρίσιμο, σήμερα, είναι να ελεγχθούν το ταχύτερο δυνατό τα ονόματα που βρίσκονται στις λίστες Λαγκάρντ, Λίχτενσταϊν, Προβόπουλου και Στουρνάρα, αλλά και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και μαύρου χρήματος από το ΣΔΟΕ και όχι από τις εφορίες όπως είχε γίνει το 2013, προκειμένου να επιταχυνθεί η διασταύρωση και ο έλεγχος των στοιχείων αλλά και η είσπραξη φόρων και προστίμων .
Εντός της εβδομάδας, και πιθανώς εντός των επομένων ωρών κιόλας, αναμένεται να έρθει στην Βουλή για έγκριση το νομοσχέδιο για τις 100 δόσεις ως προς την ρύθμιση των οφειλών στο Δημόσιο, με βάση τα όσα ανήγγειλε και ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργικό της Παρασκευής. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, στο νομοσχέδιο θα ενταθχεί πρόβλεψη για αύξηση του ορίου της οφειλής πιθανότατα στα 2 ή και στα 3 εκατομμύρια ευρώ από 1 που είναι σήμερα προκειμένου να υπαχθεί κάποιος φορολογούμενος στην ρύθμιση ενώ θα υιοθετηθούν και κριτήρια εισοδηματικά και περιουσιακά που θα καθορίζουν αν ο φορολογούμενος έχει την δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι δύο αυτές παράμετροι αποφαίστηκαν προκειμένου να καταστεί δυνατός, όσο αυτό είναι εφικτό, ο διαχωρισμός εκείνων που πραγματικά δε μπορούν πληρώσουν από εκείνους που συστηματικά προσπαθούν να αποφύγουν να πληρώσουν.
Μέσα στο νομοσχέδιο για τις ληξιπρόθεσμες αναμένεται να ενταχθεί και η κατάρηγηση της ποινικής δίωξης για χρέη μέχρι 5.000 ευρώ στο Δημόσιο και κατ’ επέκταση η άρση της συγκεκριμένης ποινής για όσους τους έχει, ήδη, επιβληθεί. Εντούτοις, δεν είναι σαφές αν θα υπάρξει πρόβλεψη για την χορήγηση κάποιου είδους «μπόνους» σε όσους φορολογούμενους είναι απολύτως συνεπείς με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, κάτι που κυβερνητικές πηγές διέρρεαν πριν από λίγες μέρες.
Επιπλέον, η κυβέρνηση επαναφέρει το πολυσυζητημένο και από τους προκατόχους της μέτρο της νομιμοποίησης εσόδων που δεν έχουν δηλωθεί, εφόσον ο φορολογούμενος εκ των υστέρων τα δηλώσει, και πληρώσει ένα ποσό φόρου κατ’ αποκοπή. Πρόκειται για το ίδιο μέτρο «αμνήστευσης» που και οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν εξαγγείλει προκειμένου να πετύχουν την επιστροφή ποσών στο «νόμιμο πλαίσιο» χωρίς να υπάρξουν πολύ μεγάλα αποτέλεσματα, ή τουλάχιστον χωρίς να έχουν γίνει γνωστά πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Η τωρινή κυβέρνηση προσθέτει στην «αμνηστία» και πίεση διαρρέοντας ότι σκέφτεται να προχωρήσει σε κινήσεις όπως δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και κατασχέσεις για όσους δεν προσέλθουν μόνοι τους να ενταχθούν στην «φιλική αυτή συνεννόηση».
Στο πλαίσιο του εντοπισμού ακριβώς της φοροδιαφυγής και του «μαύρου» χρήματος η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων έχει ήδη προαναγγείλει σαρωτικούς ελέγχους σε όλα τα επίπεδα, αρχής γενομένης από μεγάλες επιχειρήσεις, εισοδηματίες και γενικότερα φορολογουμένους που εκτιμάται ότι βρίσκονται στην «κρίσιμη ομάδα» εκείνων που θα μπορούσαν να φοροδιαφεύγουν. Επιπλέον, όπως έχει, ήδη, γίνει γνωστό η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων θα προχωρήσει σε εφαρμογή νέας τακτικής με όσους δεν κάνουν δήλωση, δηλαδή θα υπολογίζει κατά προσέγγιση τον φόρο που θα πρέπει να πληρώσουν χωρίς να περιμένει διασταύρωση στοιχείων, και θα πρέπει οι ίδιοι να προσκομίζουν στοιχεία αν διαφωνούν με το ποσό που τους έχει επιβληθεί. Η ΓΓΔΕ έχει θέσει ως στόχο να συγκεντρώσει φόρους 48,4 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι τα τέλη του χρόνου.
Όπως όλα δείχνουν προβληματισμός επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο και με τον ΦΠΑ, με τον υπουργό Οικονομικών να έχει αφήσει ανοιχτό ένα σοβαρό ενδεχόμενο για αύξησή του σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, με κυβερνητικές πηγές να μην επιβεβαιώνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, τις φήμες περί αύξησής του για άλλη μια φορά στο σύνηθες «στόχο» των ποτών και των τσιγάρων, ενδεχόμενο που έχει αρχίσει, ήδη, να πυροδοτεί αντιδράσεις καθώς «βαραίνει» οριζόντια τους πάντες και ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους. Ο κ. Βαρουφάκης αρκέστηκε, σε άλλη του συνέντευξη, να μιλήσει για ανάγκη «σύγκλισης» του ΦΠΑ, δηλαδή ανόδου του κατώτερου και μείωση του ανώτερου συντελεστή.
Ο υπουργός Οικονομικών και πάλι, για τον οποίο έχουν αρχίσει να πληθαίνουν οι επικρίσεις ακόμη και εντός κυβερνητικού στρατοπέδου με αρκετές φωνές όπως τουλάχιστον αναφέρουν δημοσιεύματα, να υποστηρίζουν ότι αντί να δίνει αλλεπάλληλες συνεντεύξεις θα έπρεπε να έχει συνεχόμενες επαφές με τους αρμόδιους μηχανισμούς είσπραξης και ελέγχου των δημοσίων εσόδων, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο και για επιβολή «μιας έκτακτης εισφοράς επί του πλούτου». Διευκρίνισε, δε, ότι αν τελικά αποφασιστεί κάποια τέτοια ενέργεια, τα κριτήρια θα είναι εισοδηματικά και περιουσιακά και δεν θα πρόκειται για οριζόντιο μέτρο.
Αυτό που πάνω από όλα επισημαίνουν αναλυτές είναι ότι ο χρόνος έχει αρχίσει να τελειώνει και θα πρέπει από το επίπεδο σκέψεων και εξέτασης, όλα αυτά να περάσουν στο επίπεδο της πράξης το γρηγορότερο δυνατό.