Η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεώρησε επί τα βελτίω την Τρίτη την πρόβλεψή της για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2021 στο 5,6%, σηματοδοτώντας την ισχυρότερη ανάκαμψη από μια ύφεση εδώ και 80 χρόνια, κυρίως λόγω των δαπανών για την τόνωση της οικονομίας των ΗΠΑ και της ταχύτερης ανάπτυξης στην Κίνα, με ανασχετικό παράγοντα την “εξαιρετικά άνιση” πρόσβαση στα εμβόλια κατά της COVID-19 .
Στην έκθεση της Τράπεζας καταγράφεται αύξηση κατά 1,5% των προβλέψεων σε σχέση με τον Ιανουάριο, πριν ακόμη η κυβέρνηση Μπάιντεν αναλάβει την εξουσία στις ΗΠΑ και “περάσει” από το Κογκρέσο ένα πακέτο μέτρων τόνωσης 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων .
Έκτοτε, τα εμβόλια έχουν διανεμηθεί πολύ ευρύτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ορισμένες άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ενισχύοντας την παραγωγή τους, ενώ οι προβλέψεις για τις αναδυόμενες αγορές και τις χώρες με χαμηλό εισόδημα έχουν μείνει πίσω.
“Η τρέχουσα ανάκαμψη είναι ανομοιογενής και σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζει την έντονη θετική στροφή σε ορισμένες μεγάλες οικονομίες – κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της σημαντικότατης δημοσιονομικής στήριξης – εν μέσω μιας εξαιρετικά άνισης πρόσβασης στο εμβόλιο”, αναφέρει, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, η Παγκόσμια Τράπεζα στην έκθεσή της.
Πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν δει αυξημένα μεγέθη κρουσμάτων COVID-19, εμπόδια στον εμβολιασμό και ανάκληση των μέτρων στήριξης, σημειώνει η Τράπεζα.
Το 2022, το παραπάνω γεγονός θα έχει αφήσει την παγκόσμια παραγωγή περί το 2% μειωμένη σε σχέση με τις προβλέψεις προ πανδημίας, ενώ περίπου τα δύο τρίτα των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς δεν θα έχουν ακόμη αντισταθμίσει τις απώλειες στο κατά κεφαλήν εισόδημα που υπέστησαν το 2020.
Εάν μπορεί να επιταχυνθεί η διανομή εμβολίων στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ayhan Kose δηλώνει ότι η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2022, η οποία προβλέπεται σήμερα στο 4,3%, θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά, περίπου στο 5%.
Η πρόβλεψη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ το 2021 έχει αναθεωρηθεί κατά 3,3 εκατοστιαίες μονάδες από τον Ιανουάριο, στο 6,8%, με τον ταχύτερο ρυθμό από το 1984, λόγω της οικονομικής υποστήριξης που η Τράπεζα περιγράφει ως “άνευ προηγουμένου σε καιρό ειρήνης”.
Η πρόβλεψη για την ευρωζώνη έχει αναθεωρηθεί κατά 0,6%, σε 4,2%, ενώ για την Κίνα κατά επίσης 0,6%, σε 8,5%.
Οι αναδυόμενες αγορές εκτός της Κίνας αναμένεται να δουν τις οικονομίες τους να αναπτύσσονται κατά μέσο όρο κατά 4,4% το 2021, μια πρόβλεψη που έχει αναθεωρηθεί επί τα βελτίω κατά 1% από τον Ιανουάριο.
Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας David Malpass προτρέπει τις ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, να παραχωρήσουν τις πλεονάζουσες δόσεις εμβολίων στις αναπτυσσόμενες χώρες το συντομότερο δυνατό.
Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας επισημαίνει επίσης κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με την αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων και που θα προσθέσουν περίπου μία εκατοστιαία μονάδα στον παγκόσμιο πληθωρισμό το 2021. Σημειώνει ακόμη ότι η πτώση του πληθωρισμού πέρυσι ήταν η “πιο σιωπηλή και βραχύτερη σε διάρκεια ζωής από οποιαδήποτε άλλη κατά τις πέντε παγκόσμιες υφέσεις τα τελευταία 50 χρόνια”.
Η δε αύξηση του πληθωρισμού από τον Μάιο του 2020 και εξής ήταν ταχύτερη από ό, τι στις προηγούμενες ανακάμψεις, ωστόσο, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αναμένεται να παραμείνουν αρκετά σταθερές, δείχνοντας προς έναν χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό μακροπρόθεσμα.
“Εάν η τρέχουσα αύξηση είναι προσωρινή και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμείνουν σταθερές, μπορεί τελικώς να μην χρειαστεί μια απάντηση στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής”, αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα. “Εάν, ωστόσο, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό ξεφύγουν από κάθε έλεγχο, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να υποχρεωθούν να συσφίξουν τη νομισματική πολιτική περισσότερο απ’ ό,τι θα ήταν κατάλληλο για την ανάκαμψη των οικονομιών τους”.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι ανησυχίες της αγοράς για τον πληθωρισμό θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος δανεισμού σε αναδυόμενες αγορές και χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, οι οποίες επίσης πλήττονται ισχυρότερα από τον βραχυπρόθεσμο πληθωρισμό, λόγω της αύξησης του κόστους των τροφίμων.