Την αύξηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) κατά €500 δισ. στα €1,850 τρισ. από €1,350 τρισ. προηγουμένως ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η απόφαση για αύξηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της πανδημίας (PEPP) που είχε προαναγγελθεί από την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ενισχύει το «μπαζούκα» της κεντρικής τράπεζας κόντρα στην κορονο-ύφεση αυξάνοντάς το στα 1,85 τρις ευρώ από τα 1,35 τρις.
Παράλληλα, η ΕΚΤ στέλνει μήνυμα στήριξης διαρκείας στις οικονομίες της ευρωζώνης όχι μόνον με την επέκταση του PEPP έως τον Μάρτιο του 2022 αλλά και με την διαβεβαίωση ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα παραμείνει σε ισχύ για όσο διάστημα απαιτηθεί.
Η ΕΚΤ επέκτεινε επίσης τον ορίζοντα των αγορών στο πλαίσιο του PEPP μέχρι τουλάχιστον το τέλος του Μαρτίου του 2022. Σε κάθε περίπτωση, η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να διενεργεί τις αγορές μέχρι να κρίνει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει λήξει.
Το Δ.Σ. αποφάσισε επίσης να παρατείνει την επανεπένδυση των ποσών
Το Δ.Σ. αποφάσισε επίσης να παρατείνει την επανεπένδυση των ποσών από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, αναφέρει η κεντρική τράπεζα στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα.
Αμετάβλητα τα επιτόκια
Παράλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή σε χαμηλότερα επίπεδα έως ότου διαπιστώσει ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σθεναρά προς επίπεδο πλησίον, σε επαρκή βαθμό, αλλά κάτω του 2%, εντός του χρονικού ορίζοντα προβολής που εξετάζει και ότι αυτή η σύγκλιση αντανακλάται κατά τρόπο συνεπή στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού.
Το Δ.Σ. αποφάσισε επίσης να προσαρμόσει περαιτέρω τους όρους στην τρίτη σειρά των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III). Ειδικότερα, αποφάσισε να παρατείνει την περίοδο κατά την διάρκεια της οποίας θα ισχύουν οι πιο ευνοϊκοί όροι κατά 12 μήνες, έως τον Ιούνιο του 2022. Θα διεξαχθούν τρεις επιπρόσθετες πράξεις, μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2021.
Επιπλέον, το Δ.Σ. αποφάσισε να αυξήσει το συνολικό ποσό που οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να δανείζονται στις πράξεις TLTRO III από το 50% στο 55% του χαρτοφυλακίου των επιλέξιμων δανείων τους.
Η ΕΚΤ θα παρατείνει επίσης μέχρι τον Ιούνιο του 2020 τη διάρκεια της δέσμης μέτρων για τη χαλάρωση των εγγυήσεων (collateral) που υιοθετήθηκαν από το Δ.Σ. στις 7 και 22 Απριλίου του 2020.
Η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε επίσης ότι θα προσφέρει τέσσερις επιπρόσθετες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης στο πλαίσιο της πανδημίας (PELTROs) το 2021.
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η επέκταση του PEPP
Για την Ελλάδα η επέκταση του PEPP σημαίνει, ουσιαστικά, εγγυημένη και φθηνή χρηματοδότηση τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022.
Οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ καλύπτουν ήδη την εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου τόσο φέτος όσο και του χρόνου. Συνολικά, και πριν από την σημερινή αύξηση του προγράμματος, η ΕΚΤ κάλυπτε την Ελλάδα με απορρόφηση τίτλων 27 δις, την ώρα που οι φετινές εκδόσεις του ΟΔΔΗΧ φθάνουν στα 12 δις ευρώ και εκείνες που προγραμματίζονται για το 2021 υπολογίζονται στα 11 δις ευρώ.
Πρόσθετες αγορές ελληνικών ομολόγων έως 22 δις
Από την αρχή του προγράμματος τον Μάρτιο και έως το τέλος του 2020, οι αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ τοποθετούνται στα 18 δισ. ευρώ περίπου, καθώς σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία η ΕΚΤ έως τα τέλη Νοεμβρίου είχε αγοράσει ελληνικούς τίτλους ύψους 16,3 δισ. ευρώ.
Η σημερινή απόφαση για αύξηση του PEPP κατά 500 δις σημαίνει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Societe Generale, ότι η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει επιπλέον ελληνικά ομόλογα ύψους από 15 έως 22 δις ευρώ τον επόμενο χρόνο.