Ανάκαμψη της Ελλάδας στα προ κρίσης επίπεδα, το 2022, προβλέπει η 7η έκθεση για την αξιολόγηση της χώρας, υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας που ανακοινώθηκε σήμερα Τετάρτη, από την Κομισιόν.
Η έκθεση υπολογίζει το πρωτογενές έλλειμμα στο 5,8% του ΑΕΠ χωρίς να συνυπολογιστεί η δαπάνη για την πληρωμή των αναδρομικών στους συνταξιούχους που εκτιμάται προσωρινά σήμερα 0.8% του ΑΕΠ. Γίνεται ανάλυση των μέτρων που ανακοινώθηκαν το τελευταίο διάστημα τα οποία υπολογίζονται σε επιπλέον 1,8% του ΑΕΠ για το 2020.
Η έκθεση αποδίδει εύσημα για την πρόοδο σε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις, αλλά επίσης καταγράφει τα πεδία στα οποία υπάρχουν καθυστερήσεις. Όποως σημειώνεται, παρά τη δυσχερή συγκυρία που προκάλεσε η πανδημία, η οποία αναπόφευκτα προκάλεσε καθυστερήσεις στην εφαρμογή μιας σειράς δράσεων, “η Ελλάδα προχώρησε με την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων”.
9% η ύφεση φέτος – 6% ανάκαμψη το 2021
Υπό το πλήγμα της πανδημίας εκτιμάται ότι η πτώση ΑΕΠ θα είναι 9% φέτος, ενώ υπολογίζεται 6% ανάκαμψη το 2021.
Η Κομισιόν εκτιμά πως η ελληνική κυβέρνηση:
- Κατάφερε να διαχειριστεί και να συγκρατήσει την έκταση της Υγειονομικής κρίσης, ενώ κινητοποίησε ένα μεγάλο ύψος μέτρων ούτως ώστε να συγκρατήσει τις κοινωνικοοικονομικές της επιπτώσεις.
- Παρά την υγειονομική κρίση προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα στο πεδίο του Πτωχευτικού δικαίου.
- Σημείωσε καλή πρόοδο στο πεδίο της επενδυτικής αδειοδότησης, της ενεργειακής πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης.
Ωστόσο επισημαίνεται ότι η Πανδημία αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την οικονομία.Ήδη, παρά τη καλή πρόοδο, ένας αριθμός από πεδία πολιτικής έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την Πανδημία. Γίνεται λόγος και για προηγούμενες καθυστερήσεις. Αναφέρονται ως παραδείγματα οι διαδικασίες στα δικαστήρια, η εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες, ο τομέας της υγείας, του Κτηματολογίου αλλά και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
13,1 δισ. ευρώ τα μέτρα στήριξης
Τα μέτρα στήριξης υπολογίζονται σε 3,1 δισ. ευρώ (1,9% του ΑΕΠ) στο πεδίο της μείωσης των φορολογικών βαρών, σε 4,1 δις ευρώ (2,4% του ΑΕΠ) από την πλευρά των δαπανών και σε αύξηση ρευστότητας κατά 5,9 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ).
Εκτιμάται ότι η εξέλιξη της πανδημίας και κατά συνέπεια του οικονομικού της αντίκτυπου παραμένει εξαιρετικά και πρωτόγνωρα υψηλή και αυτό συνεπάγεται ασάφεια και για τα μελλοντικά μέτρα τα οποία ίσως να είναι αναγκαία και να συγκρατηθεί η Πανδημία. Γίνεται επίσης λόγος για τη στήριξη που θα παράσχει το σχέδιο ανάκαμψης.
Πώς σχολίασε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, την έκθεση:
«Ολοκληρώθηκε, με επιτυχία, η 7η έκθεση αξιολόγησης των θεσμών, στο πλαίσιο του καθεστώτος Ενισχυμένης Εποπτείας, στο οποίο εισήλθε η χώρα το καλοκαίρι του 2018.
Πρόκειται για την τέταρτη θετική έκθεση αξιολόγησης των θεσμών σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της σκληρής και μεθοδικής δουλειάς και της εξαιρετικής συνεργασίας των μελών της Κυβέρνησης, υπό την καθοδήγηση και τις εντολές του Πρωθυπουργού.
Η έκθεση επισημαίνει την έγκαιρη και στοχευμένη υλοποίηση ενός μεγάλου πακέτου μέτρων, προκειμένου να περιοριστούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
Δημοσιονομικά μέτρα και μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, συνολικού ύψους 20,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Ιουλίου.
Μέτρα τα οποία, μαζί με αυτά που υλοποιήθηκαν μεταγενέστερα και αυτά που ανακοινώθηκαν από τον Πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη, θα υπερβούν τα 24 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, με θετική επίδραση στο επενδυτικό περιβάλλον και το οικονομικό κλίμα.
Ενώ κάνει θετική αναφορά και στη διαμόρφωση, μέσω επιτυχημένων εκδόσεων χρέους τους τελευταίους μήνες, και διακράτηση σημαντικού ύψους ταμειακών διαθεσίμων, ώστε να υποστηριχθεί το θετικό επενδυτικό κλίμα για την Ελλάδα και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που απορρέουν από τη μεγάλη, σε παγκόσμιο επίπεδο, αβεβαιότητα εξαιτίας της πανδημίας.
Η Ελληνική Κυβέρνηση θα συνεχίσει, με σχέδιο, υπευθυνότητα και αυτοπεποίθηση, αξιοποιώντας και τους πολλούς διαθέσιμους, πλέον, πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την προσπάθεια για τη στήριξη της κοινωνίας, την ανάταξη της οικονομίας, και την επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».