Μεγάλη αύξηση του αριθμού των ληξιπρόθεσμω υποχρεώσεων επιχειρήσεων προς το δημόσιο και τις τράπεζες, προκύπτει από έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) που μετράει τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό) μετά την άρση του lockdown.
Σύμφωνα με την έρευνα, 4 στις 10 επιχειρήσεις (το 37,2%) δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 33,4% δήλωσε ότι δεν θα μπορέσει να καταβάλει τις ασφαλιστικές του υποχρεώσεις στο Δημόσιο.
Σύμφωνα με το economico.gr, αρκετές επιχειρήσεις αδυνατούν επίσης να πληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, με το ποσοστό να αγγίζει το 16,5%, ενώ όπως διευκρινίζει η έρευνα, 6 στις 10 επιχειρήσεις δεν έχουν δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, κάτι ωστόσο που υποδεικνύει ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν οφειλές στα τραπεζικά ιδρύματα (46,2%), σχεδόν 1 στις 2 έχει δηλώσει ότι δεν θα μπορέσει να τις αποπληρώσει.
Επιπλέον, το 16,2% των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές, με την πλειονότητα των επιχειρήσεων, ήτοι το 74,9%, να δηλώνει, αντίθετα, πως δεν θα αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα.
Ωστόσο, 1 στις 10 επιχειρήσεις που εκτιμούν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε οφειλές προς τους προμηθευτές έχει ενταχθεί στο μέτρο αναστολής πληρωμής των επιταγών. Η έρευνα καταλήγει ότι, δεδομένων των παραπάνω στοιχείων, είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένα πλήθος υπερχρεωμένων επιχειρήσεων που θα αυξήσει περαιτέρω το ήδη υψηλό ιδιωτικό χρέος.
Ισχυρό είναι και το πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων, με την έρευνα να αναφέρει ότι η πλειονότητά τους παλεύει να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης. Ετσι, το διάστημα μετά τη σταδιακή άρση του lockdown, η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, ήτοι 8 στις 10 (81,7%), δήλωσε πως ο τζίρος ήταν μειωμένος σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Αντίθετα, το 11,8% δήλωσε πως αυτός παρέμεινε σταθερός, ενώ μόλις το 3,9% κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών.
Πόσο όμως μειώθηκε ο τζίρος τους; Σύμφωνα με τη μελέτη, ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου για 8 στις 10 επιχειρήσεις είναι 46%. Βασιζόμενη στα συγκεκριμένα δεδομένα, η ΓΣΕΒΕΕ ζητεί επιπρόσθετα μέτρα τόσο για τη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και για την αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση στην αγορά.
Μέχρι στιγμής, ένα σχετικά υψηλό ποσοστό, δηλαδή περίπου το 55,1% των επιχειρήσεων, δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων έναντι του περίπου 40% που δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο.
Παρά τη δυσαρέσκεια ορισμένων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για το πακέτο μέτρων στήριξης της οικονομίας που εφάρμοσε η κυβέρνηση, αρκετές αξιοποίησαν ευρέως –σε ποσοστό που αγγίζει το 42,5%– το μέτρο της μείωσης ενοικίου κατά 40%, ενώ αρκετές έκαναν χρήση της δυνατότητας αναστολής των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων (27,8%).
Από τα μέτρα που στόχευαν στην άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, η επιστρεπτέα προκαταβολή αποτελεί το μέτρο που είχε τη μεγαλύτερη απήχηση (20,1%) ενώ, αντίθετα, μόλις 1 στις 10 (9,6%) έκανε χρήση των δανειοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.