Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο η Ελλάδα να αφήσει το τρέχον πρόγραμμα να παρέλθει με τη λήξη του στο τέλος του μήνα, ορισμένοι αξιωματούχοι συζητούν τρόπους για το πώς θα κάνουν μια έξοδο από το πρόγραμμα όσο το δυνατόν πιο “καθαρή”, αναφέρει σε νέο δημοσίευμά της η Wall Street Journal.
Όπως επισημαίνεται, οι όποιες αλλαγές στο τρέχον πρόγραμμα στήριξης ή η λήξη του, θα πρέπει να αποφασισθούν έως την Παρασκευή, ώστε να εγκριθούν έως το τέλος του μήνα από τα Κοινοβούλια της Γερμανίας, της Φινλανδίας και της Ολλανδίας. Αν δεν υπάρξει μία τέτοια συμφωνία, η Ελλάδα δεν θα έχει από την 1η Μαρτίου ένα πλαίσιο χρηματοδοτικής στήριξης από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, όπως είχε τα τελευταία 5 χρόνια.
Αυτό θα περιελάμβανε τον καθορισμό ενός ξεκάθαρου χρονοδιαγράμματος για διαπραγματεύσεις επί ενός νέου προγράμματος, καθώς και καταληκτική ημερομηνία για ένα deal, σύμφωνα με έναν από αυτούς τους αξιωματούχους. Η ελπίδα είναι ότι αυτό θα ενθάρρυνε τους Έλληνες να κρατήσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες και θα έπειθε την ΕΚΤ θα συνεχίσει να επιτρέπει στις τράπεζες να λαμβάνουν έκτακτη χρηματοδότηση. Αυτό μπορεί να «αγοράσει» λίγο επιπλέον χρόνο για τη διαπραγμάτευση μιας νέας μακροπρόθεσμης συμφωνίας.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας, αξιωματούχοι των Βρυξελλών και άλλων χωρών της Ευρωζώνης παρουσίασαν μία νέα πρόταση, η οποία θα συμβιβάζει την απαίτηση των πιστωτών της Ελλάδας για επέκταση του τρέχοντος προγράμματος και την άρνηση της Αθήνας να την αποδεχθεί. Ωστόσο ο ίδιος ο συντάκτης της WSJ τη χαρακτηρίζει τη συμβιβαστική πρόταση ως «επίσης ελαττωματική».
Σύμφωνα με το σχέδιο, «η τελευταία δόση των 7,2 δισ. ευρώ από το τρέχον πρόγραμμα θα μπορούσε να διασπαστεί σε μικρότερες δόσεις και να εκταμιεύεται τους επόμενους μήνες με την υλοποίηση διαφορετικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών περικοπών».
Ένας Γερμανός αξιωματούχος δήλωσε ότι η εφαρμογή του 70%, ή ακόμη και του 50%, των μέτρων του σημερινού προγράμματος θα μπορούσε να αρκεί, εφόσον υπάρχει το σωστό μείγμα και ευρεία συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς και οικονομικούς στόχους.
Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες για την επίτευξη συμφωνίας είναι ο όρος της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς στόχους. Ένας άλλος αξιωματούχος, που μίλησε στην εφημερίδα μετά τη χθεσινή τηλεφωνική συνομιλία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, περιέγραψε την κατάσταση ως «εξαιρετικά δύσκολη» προσθέτοντας ότι «οι ελπίδες δεν είναι πολλές» για το Eurogroup.
Ο συντάκτης υποστηρίζει ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο για επίτευξη συμφωνίας είναι η κάλυψη του μακροχρόνιου χρηματοδοτικού κενού της Ελλάδας. Το τρέχον πρόγραμμα, αναφέρει το δημοσίευμα, ήδη προέβλεπε ένα χρηματοδοτικό κενό για το 2015 ύψους 12,3 δισ. ευρώ, με την υπόθεση της καταβολής της τελευταίας δόσης των 7,2 δισ. ευρώ και επιπλέον 10,7 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ.
«Το κενό αυτό πιθανόν έχει αυξηθεί λόγω της μείωσης των φορολογικών εσόδων και της επιβράδυνσης της οικονομίας, όπως και λόγω της αύξησης των δαπανών που έχει υποσχεθεί η ελληνική κυβέρνηση», προσθέτει το δημοσίευμα. Αξιωματούχοι της Ευρωζώνης σημειώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να μεταφέρουν περίπου 11 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σε ένα νέο πρόγραμμα, αλλά αυτό δύσκολα θα επαρκέσει για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό για το 2015.
Σύμφωνα με ανάλυση του ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, ακόμη και αν η Ελλάδα επιτύγχανε τους δημοσιονομικούς στόχους του ισχύοντος προγράμματος, μεταξύ των οποίων και τον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να δανεισθεί περίπου 45 δισ. ευρώ την επόμενη 5ετία. Το ποσό αυτό θα αυξηθεί κατά 42 δισ. ευρώ, αν τα πρωτογενή πλεονάσματα περιορισθούν στο 1,5% του ΑΕΠ, όπως ζητά η ελληνική κυβέρνηση, καταλήγει το δημοσίευμα.