To κριτήριο της υγειονομικής κρίσης και εκείνο της διαρκούς οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την υγειονομική κρίση αποτέλεσαν τα δύο εκείνα κριτήρια της ενίσχυσης των οικονομιών των κρατών-μελών τη ΕΕ τα οποία “έπαιξαν” σε όλη τη διαδικασία των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων στις Βρυξέλλες. Δύο ωστόσο ήταν και οι γραμμές που αντιπαρατίθεντο, καθώς αν επικρατούσε η φόρμουλα της υγειονομικής κρίσης, η χώρα μας θα έπαιρνε μειωμένες ενισχύσεις από το ευρωπαϊκό πακέτο, γιατί το υγειονομικό πλήγμα που υπέστη ήταν μικρό.
Η “μάχη” που δόθηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και κορυφαίους παράγοντες της ΕΕ, αλλά και από τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία μας στις Βρυξέλλες, ήταν να υιοθετηθεί η μικτή φόρμουλα (εκείνη δηλαδή της κρίσης του κορωνοϊού σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση).
Κύριο επιχείρημα της ελληνικής πλευράς ήταν ότι η χώρα μας αντιμετώπισε την πανδημία επιτυχώς γιατί πήρε εγκαίρως τα σωστά μέτρα. Δεν θα ήταν λοιπόν δίκαιο να “τιμωρηθεί” γιατί τα πήγε καλά. Αντίθετα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν τόσο η ετοιμότητα της αυτή, όσο και το γεγονός ότι η Ελλάδα εξαντλήθηκε από την οικονομική στήριξη της οικονομίας της λόγων των συνεπειών της κρίσης. Και μάλιστα την περίοδο που προσπαθούσε να ανακάμψει από μια οδυνηρή δεκαετή οικονομική κρίση, που εξάντλησε όχι μόνο τα δημόσια οικονομικά αλλά και την κοινωνία.
Η Ελλάδα δεν ήταν μόνη της σε αυτή τη μάχη. Σχηματίστηκε ένα άτυπο μέτωπο του Νότου με τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Κύπρο και τη Μάλτα. Ο πρωθυπουργός ένωσε τις δυνάμεις του με τους ομολόγους του των άλλων χωρών του Νότου πιέζοντας την Κομισιόν να ακολουθήσει τη γραμμή Μέρκελ- Μακρόν, να προτείνει φιλόδοξα μέτρα και να υιοθετήσει τη λύση των επιδοτήσεων και όχι της δανειοδότησης που πρότεινα οι 4 χώρες του Βορρά.
Το αποτέλεσμα δικαίωσε αυτές τις προσπάθειες – και μάλιστα αιφνιδιαστικά ευχάριστα γιατί η Ελλάδα – σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν – μπορεί να λάβει περισσότερα από τις αρχικές προσδοκίες της: 29, 5 δισ. σε επιδοτήσεις και 9,5 δισ. σε χαμηλότοκα δάνεια. Το ποσόν αυτό αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ της.
Βέβαια όλα τελούν υπό την τελική έγκριση της συνόδου κορυφής των ηγετών της ΕΕ. Αλλά όπως είπε και ο Έλληνας επίτροπος Μαργαρίτης Σχοινάς, δύσκολα θα υπάρξουν χώρες να εναντιωθούν στη δυναμική που έχει ήδη δημιουργηθεί στην Ευρώπη.