του Κώστα Μποτόπουλου
Τα πράγματα μπορεί να μην πηγαίνουν πολύ καλύτερα, ούτε στο υγειονομικό ούτε στο οικονομικό μέτωπο, κάποιοι όμως κρίσιμοι χειρισμοί φάνηκαν να ξεκαθαρίζουν αυτή τη βδομάδα.
Η Ευρωπαϊκή «απάντηση»
Από το Συμβούλιο Κορυφής της 23ης Απριλίου μπορεί να μη βγήκε λευκός καπνός, φάνηκε όμως προς τα πού πηγαίνει η «ενωμένη» Ευρώπη. Δυο είναι τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται ένας καταρχήν συμβιβασμός, τον οποίο καλείται να εξειδικεύσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ πολύ περισσότερα είναι τα ανοιχτά ακόμα ζητήματα.
Με βάση και τις έντονες παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν, η τηλεδιάσκεψη της Πέμπτης βρήκε τα ακόλουθα σημεία σύγκλισης ανάμεσα στις διαφορετικής λογικής «παρατάξεις» Ισπανίας-Ιταλίας-Γαλλίας (στην οποία ανήκει και η Ελλάδα) και Ολλανδίας-Αυστρίας (την οποία υποστηρίζει ολοένα και πιο διακριτικά η Γερμανία):
Πρώτον, η βοήθεια θα στηριχθεί όχι σε νέο εργαλείο (bye-bye, προς το παρόν, «κορωνο-ομόλογο») αλλά στον πολυετή προϋπολογισμό (2021-2027) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, όπως δεσμεύτηκε η Πρόεδρος της Επιτροπής, θα επανεξεταστεί εκ βάθρων και προς την κατεύθυνση «πολύ σημαντικής» ενίσχυσης.
Δεύτερον, ο προϋπολογισμός θα λειτουργήσει ως ασφάλεια για τη δημιουργία ενός «Ταμείου Ανάκαμψης», την έκδοση από αυτό ομολόγων (hello, από την πίσω πόρτα, «ευρω-ομόλογα», έστω περιορισμένου χρόνου) και την δι’ αυτού του τρόπου δημιουργία «δευτερογενούς ρευστότητας» στα χνάρια του προϊσχύσαντος «σχεδίου Γιούνκερ».
- Οι «σκληροί» απέτρεψαν τη δημιουργία νέου και ειδικού μέσου, οι «κοινωνιστές» πήραν υπόσχεση μεγάλης ρευστότητας και ομολόγων που (μάλλον) δεν θα προσθέτουν (μεγάλο) βάρος στο εθνικό χρέος, ενώ και οι δύο «μεγάλοι» είδαν από μια «πράσινη γραμμή» τους να ικανοποιείται: χρήση του προϋπολογισμού για τη Γερμανία, ενίσχυση του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης για τη Γαλλία.
Μεσοβέζικη αλλά όχι αναγκαστικά τσιγγούνικη «λύση», χωρίς «αμοιβαιοποίηση» αλλά με αρκετά στοιχεία κοινής προσπάθειας, με λίγο στριφνή αλλά υπαρκτή –και ως προς το μέγεθος και ως προς τον τρόπο- «αλληλεγγύη». Θα μπορούσε σχεδόν να είναι πειστική, για τις αγορές κυρίως και κάπως και για τις κοινωνίες, αν της έλειπαν τα τόσα ερωτηματικά:
- Πόσο χρόνο θα πάρει η «εξειδίκευση» από την Επιτροπή, με δεδομένο αφενός το επείγον του πράγματος και αφετέρου το γεγονός ότι ο «τρίτος γύρος» απλώς θα ανοίξει, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, στις 6 Μαΐου, χωρίς να υπάρχει χρονοδιάγραμμα για το πότε θα ολοκληρωθεί;
- Πώς θα καταφέρει η Επιτροπή, που δεν είναι αποφασιστικό όργανο, να πείσει τους αποφασίζοντες, Συμβούλιο και Κοινοβούλιο, όταν το μεν πρώτο προχτές πάλι δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει, το δε δεύτερο δεν έχει καν επιληφθεί του θέματος;
- Έχει τα εργαλεία, αλλά και τη νομιμοποίηση, η Επιτροπή να προβεί σε ουσιαστικές πολιτικές σταθμίσεις, όπως για το εάν η εκ των ομολόγων ρευστότητα θα δίδεται ως «συνδρομή» (για να αποφευχθεί ο τζιζ όρος «επιχορήγηση») ή θα είναι, και σε ποιο βαθμό, υπό τη μορφή δανείων, όπως έμεινε ανοιχτό, για να ηρεμήσει, κυρίως, την άκαμπτη Χάγη;
- Τι εγγυάται ότι, όταν θα έρθει η ώρα του υποδεκάμετρου, χώρες που παραδοσιακά δίνουν μάχες για έναν ενωσιακό προϋπολογισμό κοντά ή κάτω από το 1% του συνολικού ΑΕΠ –χώρες στις οποίες δεν ανήκει η εγγυήτρια του συμβιβασμού Γερμανία, αλλά πρωτοστατεί η υπαρχηγός-που-πάει να γίνει-αρχηγός Ολλανδία- θα δεχτούν τώρα τον διπλασιασμό (από 0,9 σε περίπου 1,9%) που χρειάζεται για να μπορέσει να λειτουργήσει (δηλαδή να «γεννήσει» ρευστότητα κοντά στο 1.5 δις ευρώ) το σχήμα που μόλις «συμφωνήθηκε»;
- Με ποιο μηχανισμό και βάσει ποιών κριτηρίων θα εξασφαλιστεί ότι η ευρωπαϊκή «συνδρομή» θα φτάσει εκεί που περισσότερο –περιοχές, δραστηριότητες, επιχειρήσεις, ασθενείς ή ασθενήσασες λόγω της πανδημίας κοινωνικές ομάδες- χρειάζεται;
Οι μέχρι στιγμής επιδόσεις της κυρίας φον ντερ Λάιεν δεν προοιωνίζονται τα καλύτερα για έναν τόσο δύσκολο οδικό χάρτη, ενώ η διχόνοια δεν έληξε αλλά μπήκε για λίγο κάτω από το χαλί: μην ξεχνάμε ότι την τελική συμφωνία θα πρέπει να τη δεχτούν όλες οι χώρες και τότε θα δούμε πόσο μακριά είναι αποφασισμένες να πάνε οι «αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες» της κεντρικής Ευρώπης.
Τουλάχιστον –δεν είναι λίγο αλλά δεν είναι και αρκετό- έγινε κατανοητό (από όλους;) ότι είναι απολύτως απαραίτητο ένα γενικό «σχέδιο ανάταξης» πέρα και πάνω από τις χρήσιμες ενέσεις, ιδίως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχουν μέχρι στιγμής κρατήσει ζωντανή, αλλά σε μηχανική υποστήριξη, την ευρωπαϊκή οικονομία. Όπως δεν είναι επίσης ασήμαντο ότι η Ένωση κατάλαβε –παρότι χρειάστηκε μια πανδημία- ότι πρέπει να αυξήσει τη «στρατηγική της αυτονομία», δηλαδή να μειώσει την εξάρτησή της από τρίτες χώρες, στους τομείς της υγείας και των φαρμάκων, και ότι πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να το πετύχει, και μάλιστα σύντομα.
Το ότι πάντως ακόμα απέχουμε αρκετά από μια ευρωπαϊκή λύση στο ύψος των περιστάσεων θα ήταν, για όποιον κρατά τα μάτια του ανοιχτά, μάλλον ευφημισμός.
- Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο