Αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και ενδεχομένως ελαστική αντιμετώπιση των ρυθμίσεων εξετάζει η κυβέρνηση, μετά την πρόβλεψη ότι οι επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομία θα είναι πιο σημαντικές από ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Παράλληλα τα τραπεζικά επιτελεία, σε συνεργασία με την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος, επεξεργάζονται σενάρια για τους πελάτες τους οι οποίοι αδυνατούν να αντοποκρίνονται με συνέπεια στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Τα σενάρια προβλέπουν μια άτυπη παράταση των πληρωμών.
Σε κάθε περίπτωση τα πρώτα σχέδια προβλέπουν ότι το πάγωμα των δόσεων σε στεγαστικά, επιχειρηματικά και ίσως καταναλωτικά δάνεια δεν θα υπερβαίνει τους τρεις με τέσσερις μήνες.
Τι ζητούν οι επιχειρηματίες από την κυβέρνηση
Ο ένας μετά τον άλλο κλάδο, με πρώτους την τουριστική “βιομηχανία” της χώρας, τις μεταφορές,τις εξαγωγές και την εστίαση, προσφεύγουν στο Μαξίμου και το υπουργείο Οικονομικών αναζητώντας σωσίβιο σωτηρίας.
Είναι χαρακτηριστρικό το αίτημα του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) προς τον πρωθυπουργό – που φαίνεται ότι αντιμετωπίστηκε θετικά, κατ’αρχήν – να μην σφραγιστούν οι επιταγές τους και να μην καταβληθούν οι δόσεις των δανείων για όλο το 2020, με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου των σχετικών συμβάσεων. (Δες σχετικό αποκλειστικό ρεπορτάζ στο economico.gr). Ανάλογα αιτήματα εκδηλώνουν και άλλοι κλάδοι της οικονομίας που πλήττονται ποικιλοτρόπως από την παρούσα κρίση.
Η Ελληνική και διεθνής οικονομία σε κρίση
Και αυτό τη στιγμή που οι εκτιμήσεις για την Ελληνική οικονομία προέβλεπαν στις αρχές του μήνα, πριν τη ραγδαία έξαρση της επιδημίας του κορωνοϊού και τα μέτρα προστασίας του πληθυσμού, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2020 θα κινηθεί στο 1,88% στη χειρότερη περίπτωση και στο 2,2% στην καλύτερη – και πάντως όχι στο 2,8% που ήθελε η κυβέρνηση ή στο 2,5% η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι ίδιοι αναλυτές υποβαθμίζουν τώρα τις εκτιμήσεις τους.
Διεθνείς οικονομικοί Οργανισμοί, από την πλευρά τους, και χρηματοπιστωτικοί Οίκοι εκφράζουν ισχυρούς φόβους ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε καθοδική πορεία με απρόβλεπτες συνέπεις. “Εκτιμάται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα είναι ο χαμηλότερος εδώ και 30 χρόνια και θα υποχωρήσει κάτω από το 2%. Οι χρηματαγορές θα καταρρεύσουν και στο καλό σενάριο θα αρχίσουν να ανακάμπτουν το δεύτερο μισό του 2020”, ανέφερε χθεσινή έρευνα της Goldman Sachs.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, παραδέχτηκε ότι οι επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι «πολύ πιο βαθιές και έντονες» αλλά εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι «θα είναι παροδικές». Ο υπουργός είπε ακόμη ότι η Ευρώπη θα γυρίσει από ανάπτυξη περίπου +1 σε ύφεση -1, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις. «Αντίστοιχες θα είναι οι επιπτώσεις και στην Ελλάδα, απλά θα παραμείνουν σε θετικό ρυθμό, πρόσθεσε. Πρέπει να δράσουμε έγκαιρα και μαζικά αλλά όχι να κατρακυλήσουμε στο παρελθόν.», κατέληξε.
Τι θα ζητήσει σήμερα η κυβέρνηση στο Eurogroup
Αναφερόμενος στο σημερινό Eurogroup, ο κ. Σταϊκούρας τόνισε ότι η κυβέρνηση θέλει να πετύχει μια προστατευτική ασπίδα για την υγεία, την απασχόληση και τις επιχειρήσεις. Δήλωσε ότι η Ελλάδα διεκδικεί να ισχύσει για εμάς ό,τι θα ισχύσει και για τις άλλες χώρες στους δημοσιονομικούς στόχους και παράλληλα οι δαπάνες που θα γίνουν σχετικά με τους τρεις παραπάνω τομείς να εξαιρεθούν από τον προϋπολογισμό του καινούριου δημοσιονομικού στόχου.
Συγκεκριμένα, θα ζητήσει την εξαίρεση των δαπανών του προσφυγικού και αυτών που αφορούν στην αντιμετώπιση του κοροναϊού από το πρωτογενές πλεόνασμα αλλά επίσης και την μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αν όμως η παράταση της εξόφλησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων αποτελεί μια αναγκαία ρύθμιση σήμερα, το ζήτημα της περαιτέρω χρηματοδότησής τους αποτελεί ένα νέο πονοκέφαλο για την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες. Οι τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε μια κρίσιμη φάση, επιχειρώντας την εξυγίανση των ισολογισμών τους, μέσω της συστημικής και δραστικής μείωσης των “κόκκινων” δανείων.
Ένας νέος κίνδυνος τη στιγμή αυτή είναι η χαλάρωση της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η διασάλευση της τραπεζικής ρευστότητας μέσω αυξημένων εκροών καταθέσεων. Ωστόσο, για την ώρα, η ροή στις αναλήψεις είναι η συνηθισμένη.