Πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 498 εκατομμύρια ευρώ παρουσίασε ο προϋπολογισμός τον Ιανουάριο του 2020, μήνα κατά τον οποίο επιβεβαιώθηκε η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων τα οποία υπερέβησαν οριακά τον στόχο.
Ο Ιανουάριος ήταν «ένας ήρεμος μήνας» σε ότι αφορά την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, δήλωσε ο υφυπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, παρουσιάζοντας τα στοιχεία για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Όπως εξήγησε ο υφυπουργός, τον Ιανουάριο η πορεία των φορολογικών εσόδων ήταν θετική ενώ μικρή υστέρηση υπήρξε στα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων η οποία οφείλεται σε γραφειοκρατικούς λόγους (350-400 εκατ. ευρώ εισπράχθηκαν το τέλος του μήνα και αποτυπώθηκαν στον Φεβρουάριο), ενώ μικρή υπέρβαση σημειώθηκε στις δαπάνες για τεχνικούς λόγους που αποδίδονται στην ανταλλαγή ομολόγων μεταξύ Εθνικής Τράπεζας και Δημοσίου (εγγράφηκαν αυξημένοι τόκοι 200 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο από την συγκεκριμένη πράξη το ύψος των οποίων θα μειωθεί το Μάρτιο).
Αναλυτικότερα, τον Ιανουάριο το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανήλθε σε 498 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,269 δισ. ευρώ. Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 3,915 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση 743 εκατομμύρια ευρώ ή 16% έναντι του στόχου, γεγονός που οφείλεται στα μειωμένα έσοδα του ΠΔΕ καθώς και στις αυξημένες επιστροφές φόρων.
Τα συνολικά έσοδα του προϋπολογισμού ανήλθαν σε 4,263 δισ ευρώ μειωμένα κατά 645 εκατ. ευρώ ή κατά 13,2% έναντι του στόχου. Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 4,055 δισ. ευρώ αυξημένα κατά 7 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Οι επιστροφές εσόδων ανήλθαν σε 348 εκατ. ευρώ αυξημένες κατά 98 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Τα έσοδα του ΠΔΕ ανήλθαν σε 43 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 644 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τον στόχο.
Οι δαπάνες του προϋπολογισμού τον Ιανουάριο, αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ανήλθαν στα 4,681 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται αυξημένες κατά 232 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Οι κυριότερες αιτίες αυτής της απόκλισης είναι οι αυξημένες δαπάνες τόκων κατά 204 εκατ. ευρώ καθώς και οι αυξημένες αποδόσεις προς την ΕΕ κατά 141 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο.