Με στόχο αλλαγές επί το δικαιότερο, στο τραπέζι της νέας κυβέρνησης έχει μπει η μη ανταποδοτικότητα στον υπολογισμό των συντάξεων με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, ενώ παράλληλα το οικονομικό επιτελείο βάζει επί τάπητος και τις αντισυνταγματικές διατάξεις ενοποίησης των Ταμείων και καθορισμού των εισφορών ενόψει μάλιστα και της αναμονής σχετικής δικαστικής απόφασης.
Σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», εκτιμάται πως η κυβέρνηση θα ανοίξει τον δρόμο για ένα τολμηρό πλάνο, βάσει του οποίου τα ταμεία του ΕΦΚΑ θα διαχωριστούν σε τρεις κατηγορίες: για μισθωτούς, για επαγγελματίες και, τρίτον, για αγρότες.
Το ίδιο σχέδιο προβλέπει ενδεχόμενη επαναφορά των ασφαλιστικών κλάσεων για επαγγελματίες και αγρότες και επιλογή χαμηλού ή υψηλότερου ασφαλίστρου από τους ίδιους τους ασφαλισμένους.
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, στην κορυφή της σχετικής ατζέντας είναι η αποκατάσταση της αναλογικότητας στις συντάξεις, με βελτιώσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης πρωτίστως για όσους έχουν πάνω από 37 ή 40 έτη εργασίας και συμπληρωματικά στα «ενδιάμεσα» ποσοστά, ώστε το τελικό ποσό σύνταξης να αντανακλά σε καλύτερη αναπλήρωση του μισθού.
Είχαν προετοιμαστεί
Με τις πρώτες της κινήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το επιτελείου του υπουργείου Εργασίας έδειξαν ότι είχαν προετοιμαστεί καλά για τις επικείμενες αλλαγές στο νόμο Κατργούγκαλου, στην κατεύθυνση της «αναλογικότερης σύνταξης». Υπενθυμίζεται ότι ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Νότης Μηταράκης αναφέρθηκε σε ένα νέο μίγμα στους συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης, με στόχο να είναι περισσότερο δίκαιο το σύστημα κυρίως με όσους πληρώνουν για πολλά χρόνια υψηλές εισφορές.
Παραδείγματα «αιματηρών» μειώσεων που έφερε ο Νόμος Κατρούγκαλου
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου», οι μειώσεις των συντάξεων με τον νόμο 4387/2016 φτάνουν και στο 38% και μάλιστα «τιμωρούνται» με μικρότερη σύνταξη όσοι έχουν δουλέψει πολλά χρόνια.
Για παράδειγμα:
– Ασφαλισμένος με αποδοχές 2.000 ευρώ και 38 έτη παίρνει με νόμο Κατρούγκαλου σύνταξη 1.092 ευρώ μικτά, που αντιστοιχεί στο 54,6% των αποδοχών του, όταν με το παλιό καθεστώς (προ νόμου Κατρούγκαλου) θα έπαιρνε την ίδια και μεγαλύτερη σύνταξη με ποσό 1.127 ευρώ μικτά, με 35 έτη και μισθό 1.600 ευρώ! Με τον νόμο 4387 παίρνει λιγότερα έχοντας πληρώσει 38 χρόνια εισφορές και έχει ποσοστό αναπλήρωσης 54,6%. Με το προηγούμενο θα έπαιρνε περισσότερα έχοντας πληρώσει 35 χρόνια εισφορές και θα είχε ποσοστό αναπλήρωσης 70,4%.
Το ποσοστό αναπλήρωσης δείχνει πόσο κοντά είναι η σύνταξη σε σχέση με τον μισθό. Στο παράδειγμα που παραθέσαμε φαίνεται ότι με 35 χρόνια εισφορών ο ασφαλισμένος παίρνει σύνταξη ίση με το 70,4% του μισθού, ενώ με το νόμο Κατρούγκαλου και με 38 χρόνια εισφορών παίρνει σύνταξη ίση με το 54,6% του μισθού.
Η διαφορά είναι τεράστια και σημαίνει ότι, όσο περισσότερα χρόνια προσθέτει ένας ασφαλισμένος στην καριέρα του, αντί να ανταμείβεται με υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης, καταλήγει να παίρνει λιγότερα και στην ουσία πληρώνει εισφορές δίχως αντίκρισμα στη σύνταξη!
Οι ακρότητες, δε, με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου αποδεικνύονται και από το ότι στα λίγα χρόνια εργασίας και με χαμηλούς μισθούς το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει στο 92,6%!
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει τα «άκρα» του νόμου:
– Ασφαλισμένος με 20 χρόνια εργασίας και μισθό 500 ευρώ θα πάρει με το νόμο Κατρούγκαλου σύνταξη 463,35 ευρώ, δηλαδή θα πάρει ποσό ίσο με το 92,67% του μισθού. Ενώ με 700 ευρώ μισθό (και 20 χρόνια) θα πάρει 495 ευρώ σύνταξη, δηλαδή ίση με το 70,8% του μισθού. Ενώ, αν στα 20 χρόνια έχει μισθό 1.600 ευρώ, παίρνει 600 ευρώ σύνταξη, δηλαδή η αναπλήρωση πέφτει στο 37,5%!
Το «μενού» των αλλαγών
Στο ρεπορτάζ του, ο «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής», σημειώνει ότι οι αλλαγές θα στοχεύσουν κυρίως στα ποσοστά αναπλήρωσης που ισχύουν μετά τα 37 ή τα 40 έτη ασφάλισης, όπου εξετάζεται να αυξηθούν σημαντικά -ίσως και με ένα μπόνους του 5%, αντί 2% που δίνει ο ισχύον νόμος μετά τα 40 έτη- ώστε η ανταποδοτική σύνταξη να βγαίνει υψηλότερη και, μαζί με την εθνική των 384 ευρώ, να «δίνει» μεγαλύτερη από σήμερα αναπλήρωση του μισθού, ως κίνητρο για παράταση του εργασιακού βίου.
Για παράδειγμα, με 40 έτη το ποσοστό της ανταποδοτικής σύνταξης είναι 42,8% και στα 2.000 ευρώ μισθού η ανταποδοτική σύνταξη βγαίνει στα 816 ευρώ και συνολικά στα 1.200 ευρώ μαζί με την εθνική των 384 ευρώ. Η αναπλήρωση βγαίνει στο 60% (1.200/2.000=0,6). Μια βελτίωση της ανταποδοτικής σύνταξης κατά 2% με 3%, ήτοι στο 45% αντί 42,8%, βρίσκεται μέσα στα σχέδια που μελετώνται. Σε αυτή την περίπτωση η ανταποδοτική σύνταξη για έναν εργαζόμενο που έχει πληρώσει εισφορές 40ετίας με μισθό 2.000 ευρώ ανεβαίνει στα 900 ευρώ και στα 1.284 ευρώ μαζί με την εθνική. Η αναπλήρωση, δηλαδή, αυξάνεται στο 64,2% αντί 60%.
Οι αλλαγές δεν θα γίνουν «άκριτα», αλλά θα προηγηθεί οικονομική μελέτη που θα αποτυπώνει όλα τα σενάρια των νέων συντελεστών στις συντάξεις.
Κρίσιμο θέμα είναι αν θα αυξηθούν σημαντικά και για όλα τα έτη οι συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης έναντι μιας μείωσης της εθνικής σύνταξης, ώστε το σύστημα και οι συντάξεις να ενισχύονται περισσότερο από τις εισφορές με κίνητρα ασφάλισης, παρά από τις δαπάνες για την εθνική σύνταξη, ή αν θα μείνει η ίδια λογική του νόμου 4387, που επί της ουσίας έχει διαχωρίσει το ασφαλιστικό σε αυτούς που πληρώνουν πολλά και σε όσους δεν έχουν λόγο να πληρώνουν από ένα σημείο και μετά, καθώς με 20-25 έτη και με χαμηλές αποδοχές προσεγγίζουν σε αναπλήρωση ακόμη και το 70%-90%.
Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι
Με βάση το ισχύον σύστημα του νόμου Κατρούγκαλου, συμφέρει να αποχωρήσουν με σύνταξη όσοι έχουν λίγα έτη ασφάλισης (20 ως 27) και χαμηλό μέσο όρο αποδοχών (π.χ. 800, 900, 1.100 ευρώ) στο διάστημα 2002-2019. Η σύνταξη που θα πάρουν είναι είτε μεγαλύτερη από αυτήν που θα έπαιρναν παλαιότερα, είτε οριακά μικρότερη ανάλογα με τα έτη και τις αποδοχές τους.
Στην περίπτωση δε της μειωμένης σύνταξης (με όριο ηλικίας ως 5 ή και περισσότερα έτη πριν από το όριο πλήρους σύνταξης) η έξοδος συμφέρει περισσότερο, γιατί η ποινή μείωσης είναι ως 30% και επιβάλλεται μόνον στο ποσό της εθνικής σύνταξης, και όχι στο συνολικό ποσό. Ετσι, αντί για 384 ευρώ η εθνική σύνταξη πέφτει στα 268 ευρώ για έξοδο 5 χρόνια νωρίτερα, ενώ η ανταποδοτική σύνταξη δεν επηρεάζεται. Με το προηγούμενο καθεστώς, όπως αναφέρει ο «Ελεύθερος Τύπος», η ποινή 30% έμπαινε σε όλη τη σύνταξη. Για παράδειγμα, ασφαλισμένος με μισθό 1.250 ευρώ και 27 έτη παίρνει τώρα 628 ευρώ πλήρη και 512 ευρώ μειωμένη. Με το παλιό καθεστώς θα έπαιρνε 601 ευρώ πλήρη και 421 ευρώ μειωμένη.
Αντίθετα, συμφέρει να μείνουν -υπό τον όρο ότι θα αυξηθούν οι συντάξεις τους με καλύτερους συντελεστές- όσοι έχουν πάνω από 37 ή 40 έτη, καθώς η ανταποδοτική σύνταξη θα έχει σημαντικά βελτιωμένους συντελεστές και το νέο σχέδιο θα τους ευνοήσει, μειώνοντας τις απώλειες σε σχέση με τα ποσά σύνταξης που θα έπαιρναν με το προηγούμενο σύστημα.