Μονομερώς, δηλαδή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των τραπεζών, προσανατολίζεται να προχωρήσει η κυβέρνηση, καθώς αγεφύρωτη παραμένει η διαφωνία σε μια σειρά κρίσιμα θέματα για την προστασία της πρώτης κατοικίας ενόψει του νέου νόμου που θα πρέπει να έχει ψηφιστεί έως τα τέλη Φεβρουαρίου.
Η κυβέρνηση εμμένει στην πρότασή της για την προστασία της πρώτης κατοικίας οποία θέτει ως σημείο εκκίνησης αξία 150.000 ευρώ, που θα προσαυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων.
ΣΤο μήνυμα στάλθηκε στις τράπεζες σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες στο υπουργείο Οικονομικών με αρμόδια στελέχη των υπουργείων, τα οποία κλήθηκαν να προχωρήσουν στη διατύπωση των διατάξεων του νέου νόμου με βάση την κυβερνητική πρόταση που θα οριστικοποιηθεί έως την Παρασκευή. Είχε προηγηθεί η αποστολή της πρότασης των τραπεζών, την οποία η κυβέρνηση φέρεται να απέρριψε ως «απαράδεκτη».
Όπως αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ της Καθημερινής, ο μονομερής χαρακτήρας της ρύθμισης που επιδιώκει να περάσει η κυβέρνηση, προφανώς με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει την αντίθεση των θεσμών και δη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η ΕΚΤ θα πρέπει άλλωστε να γνωμοδοτήσει για τη σχετική ρύθμιση, καθώς επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Τα όπλα πίεσης
Με δεδομένο πάντως ότι η χώρα βρίσκεται εκτός προγράμματος, μοναδικά όπλα πίεσης από την πλευρά των θεσμών είναι η μη επιστροφή των κερδών που έχουν οι κεντρικές τράπεζες της Eυρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα. Πρόκειται για περίπου 1 δισ. ευρώ που προορίζονται για τη μείωση του χρέους και η μη επιστροφή τους αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο που δεν αποκλείεται να επιστρατευθεί, δίνοντας ένα αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
Κι άλλα σημεία διαφωνίας
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αξία της πρώτης κατοικίας που θα προστατεύεται δεν είναι το μόνο σημείο διαφωνίας που φέρνει αντιμέτωπες τις τράπεζες με την κυβέρνηση.
Εξίσου σημαντικά είναι θέματα όπως:
• Τα χρέη που θα ρυθμίζονται και το κατά πόσον η προστασία αυτή θα παρέχεται μόνο για οφειλές από στεγαστικά δάνεια ή θα αφορά και περιπτώσεις πρώτης κατοικίας λόγω οφειλών από επιχειρηματικά δάνεια, καθώς και χρεών στο Δημόσιο.
• Το ύψος του «κουρέματος» που θα υποχρεωθούν να κάνουν οι τράπεζες, το οποίο είναι συνάρτηση και του εύρους των χρεών που θα ενταχθούν στη ρύθμιση.
• Η επέκταση της προστασίας και για τα φυσικά πρόσωπα που έχουν ένα είδος εμπορικής ή επαγγελματικής ιδιότητας (π.χ. ταξιτζήδες, μικρομαγαζάτορες κ.ά.).
• Το εισόδημα του οφειλέτη, με βάση το οποίο θα αποφασίζεται το «κούρεμα» από τις τράπεζες. Τα δικαστήρια σήμερα αποφασίζουν την προστασία με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή έναν δείκτη που έχει υπολογιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ για τις ανάγκες που έχει ένα νοικοκυριό προκειμένου να διαβιώνει αξιοπρεπώς, με βάση τέσσερις κατηγορίες δαπανών. Η κυβέρνηση προτείνει την εφαρμογή του δείκτη με βάση την υψηλότερη κατηγορία δαπανών, που οδηγεί σε αυξημένη προστασία.
• Η υποχρεωτικότητα της προδικαστικής διαδικασίας, δηλαδή το κατά πόσον θα υποχρεωθούν να επανυποβάλλουν αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα δημιουργηθεί και οι 135.000 αιτούντες που έχουν ήδη προσφύγει στον νόμο και η αίτησή τους εκκρεμεί στα Ειρηνοδικεία όλης της χώρας. Στην άποψη αυτή επιμένουν οι τράπεζες, που επιδιώκουν με αυτό τον τρόπο να υπάρξει ένα πρώτο ξεκαθάρισμα στις αιτήσεις του νόμου Κατσέλη, θεωρώντας ότι μεταξύ αυτών υπάρχουν αρκετοί στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Στην κυβερνητική πρόταση φέρονται να αντιδρούν οι τράπεζες, οι οποίες θεωρούν ότι ανοίγει κατά πολύ η βεντάλια των οφειλετών που θα προστατεύονται, αλλά και ότι μέσα από αυτή τη διεύρυνση θα υποχρεωθούν να κάνουν γενναία «κουρέματα» που θα «χτυπήσουν» τα κεφάλαιά τους.
Η «άμυνα» των τραπεζών
Η όποια συνεννόηση τις προσεχείς ημέρες προοιωνίζεται εξαιρετικά δύσκολη και δεν είναι τυχαίο ότι από την πλευρά της κυβέρνησης ως μοχλός πίεσης επιστρατεύεται τόσο η προώθηση του σχεδίου του ΤΧΣ, για τη δημιουργία ενός φορέα στον οποίο θα μεταφερθούν τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών με κρατική εγγύηση, όσο και η επέκταση της χρονικής διάρκειας για τον συμψηφισμό των παρακρατούμενων φόρων από τόκους ομολόγων, που έχουν ζητήσει οι τράπεζες.
Το θέμα προέκυψε ύστερα από σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ που έκρινε ότι, σε αντίθεση με τη μέχρι σήμερα πρακτική των τραπεζών, οι παρακρατηθέντες φόροι από τόκους ομολόγων και εντόκων μπορούν να συμψηφιστούν μόνο με φόρο εισοδήματος, γεγονός που αποτελεί μια μικρή ωρολογιακή βόμβα ύψους έως και 1 δισ. ευρώ στους ισολογισμούς των τραπεζών, που θα πρέπει να αναμορφωθούν, προσαρμοζόμενες στην απόφαση του ΣτΕ.
Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες έχουν προτείνει την επέκταση της χρονικής περιόδου κατά την οποία μπορούν να συμψηφίσουν παρακρατηθέντες φόρους από τόκους ομολόγων και εντόκων με φόρο εισοδήματος, από την πενταετία που ισχύει σήμερα στη 10ετία, και η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην κυβέρνηση που φέρεται να φέρνει το θέμα στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την προστασία της πρώτης κατοικίας.