Τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ανακοίνωσε οριστικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη του πειράματος που κόστισε περίπου 2,6 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας ανακοίνωσε πως οι επιπρόσθετες αγορές κρατικού και ιδιωτικού χρέους θα λήξουν στο τέλος Δεκεμβρίου, όπως είχε σχεδιαστεί.
Η ΕΚΤ επαναβεβαίωσε ωστόσο πως θα παραμείνει ενεργή στην αγορά ομολόγων, καθώς θα επανεπενδύει έσοδα των τίτλων που έχει ήδη αγοράσει στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης.
Η Τράπεζα προανήγγειλε μάλιστα πως οι επανεπενδύσεις θα συνεχιστούν για «για παρατεταμένη περίοδο», τουλάχιστον έως το φθινόπωρο του 2019, και «σε κάθε περίπτωση όσο χρειάζεται ώστε να διατηρηθούν οι θετικές συνθήκες ρευστότητας».
Η ακριβής διάρκεια των επανεπενδύσεων παραμένει αδιευκρίνιστη, με τον πρόεδρο Μάριο Ντράγκι να αναφέρει σε δημοσιογράφους πως εάν το Διοικητικό Συμβούλιο ήθελε να την αποσαφηνίσει θα το είχε πράξει.
Η Ελλάδα ουδέποτε έλαβε μέρος στην ποσοτική χαλάρωση, χάνοντας τα οφέλη της. Η ΕΚΤ διατηρεί επιφυλάξεις για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Η λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης έρχεται σε μία επισφαλή συγκυρία για την Ευρωτράπεζα, καθότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωζώνης έχει επιβραδυνθεί από τα μέσα του έτους.
Ο κ. Ντράγκι εκτίμησε πως τα ρίσκα για την ευρωζώνη είναι «ισορροπημένα», αλλά συνάμα προειδοποίησε ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι που συνδέονται με γεωπολιτικές εξελίξεις, την απειλή εμπορικού προστατευτισμού και άλλα ζητήματα.
Η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης στις αρχές του 2015, προκειμένου να τονώσει την οικονομία της νομισματικής ένωσης και να αποτρέψει την διολίσθησή της σε καθεστώς επικίνδυνου αποπληθωρισμού.
Το QE ενίσχυσε την αναπτυξιακή δυναμική του ευρώ, μείωσε το κόστος δανεισμού πολλών μελών της ευρωζώνης και απέτρεψε το αποπληθωριστικό σπιράλ. Το πρόγραμμα επέφερε ωστόσο πολιτικό κόστος, πρωτίστως λόγω της απουσίας δημοσιονομικής ένωσης στην ευρωζώνη.
Ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης δεν έκρυψε τον προβληματισμό του, παραδεχόμενος ότι οι κίνδυνοι που απειλούν την οικονομία είναι πιο εμφανείς και κάνοντας λόγο για αβεβαιότητες, που «επισκιάζουν» την οικονομία της ευρωζώνης.
«Οι αβεβαιότητες που αφορούν γεωπολιτικούς παράγοντες, την απειλή του προστατευτισμού, οι αδυναμίες στις αναδυόμενες αγορές, καθώς και η μεταβλητότητα στις αγορές παραμένουν εμφανείς» σημείωσε. «Η ανάπτυξη της παγκόσμιας δραστηριότητας αναμένεται να συνεχίσει να υποστηρίζει τις εξαγωγές, αν και με βραδύτερους ρυθμούς. Τα πρόσφατα στοιχεία (για την Ευρωζώνη) καταδεικνύουν επιβράδυνση της αναπτυξιακής δυναμικής» ανέφερε χαρακτηριστικά o Mάριο Ντράγκι.
Όπωε εκτίμησε, ο βασικός πληθωρισμός πιθανότατα να υποχωρήσει τους επόμενους μήνες, γεγονός που επηρέασε αρνητικά το ευρώ, αλλά και τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Όπως τόνισε, η ΕΚΤ θα επανεπενδύει επ’ αόριστον τα έσοδα από τα ομόλογα, ακόμη και μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων. Θα αναδιαμορφώσει σταδιακά το χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων, ώστε να εναρμονισθεί σύμφωνα με την κλείδα κατανομής κεφαλαίου (capital key), διευκρίνισε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι, μέσω των επανεπενδύσεων, η Φρανκφούρτη θα συνεχίσει να τονώνει την οικονομία.
Ωστόσο διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αυξήσεις επιτοκίων έως το καλοκαίρι του 2019.
Από το newsroom του economico.gr και του Politis Online