Του Θοδωρή Καλούδη
Ο πρωθυπουργός, μιλώντας χθές βράδυ στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, υποστήριξε πως «η Ελλάδα πλέον είναι μια νέα οικονομία».
«Έχουμε επιστρέψει στην ανάπτυξη με ρυθμούς άνω του 2% και αποκτούμε διαρκώς νέα δυναμική, είπε. Οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αυξάνονται. Η ανεργία μειώνεται. Σήμερα είναι στο 18,9%, 8% κάτω από το μέγιστο του 27% πριν τέσσερα περίπου χρόνια. Τα δημόσια οικονομικά της χώρας είναι υγιή, πλεονασματικά και πάνω απ’ όλα, αξιόπιστα διεθνώς. Το χρέος μας είναι πια βιώσιμο, εγγυημένο και σε τροχιά σταθερής απομείωσης.Εφαρμόσαμε περισσότερες από 450 μεταρρυθμιστικές δράσεις σε όλο το εύρος της οικονομίας».
Σε αυτό το πλαίσιο υπογράμμισε ότι η «Ελλάδα πλέον είναι μια νέα οικονομία».
Η άγρια λιτότητα της “νέας οικονομίας”
Ωστόσο, δυστυχώς για τον πρωθυπουργό (και… όλους μας) η Ελλάδα δεν είναι μια “νέα οικονομία”, αλλά μια καχεκτική οικονομία που, αντίθετα με τις άλλες χώρες οι οποίες υποχρεώθηκαν επίσης σε μνημόνια, δεν μπορεί να πάρει τα επάνω της, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας. Ακόμα και η ανάπτυξη που εμφανίζει (2%) είναι αναιμική, πολύ κατώτερη αυτής (4-5%) που απαιτούν οι συνθήκες. Και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, όπως και τα οικονομικά επιτελεία που επιλέγει – από τον Βαρουφάκη στο Τσακαλώτο – έχει σημαντική ευθύνη σε αυτό. Γιατί μας «φόρεσε» ένα αχρείαστο νέο μνημόνιο. Και για να ανταπεξέλθει στις υπέρογκες νέες υποχρεώσεις που ανέλαβε η κυβέρνησή του, εγκλώβισε τη χώρα στη διαρκή περιπέτεια των υψηλών πλεονασμάτων.
Σήμερα η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από τα «ματωμένα πλεονάσματα», όπως τα χαρακτήριζε παλαιότερα, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, ο κ. Τσίπρας, για τα οποία τώρα ως πρωθυπουργός δηλώνει …υπερήφανος.
Τα υπέρ – πλεονάσματα των τελευταίων 3 ετών προκύπτουν στην πραγματικότητα από μια ανελέητη λιτότητα. Από τη δραστική αύξηση των φορολογικών εσόδων, την αθέτηση πληρωμών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα και την υπο -εκτέλεση των δημοσίων δαπανών. Το πρόβλημα είναι ότι και οι τρεις αυτές παράμετροι αφαιρούν πόντους από την προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας και αύξησης της απασχόλησης.
Τι «αγνοεί» ο πρωθυπουργός
Ο πρωθυπουργός δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι η οικονομική του πολιτική στηρίζεται στην επίθεση στα νοικοκυριά – κυρίως στη μεσαία τάξη – και τις επιχειρήσεις, με καταιγίδα φόρων, σε βαθμό που η Ελλάδα να αναδεικνύεται, επί Τσίπρα, πρωταθλήτρια στις αυξήσεις φόρων στον ΟΟΣΑ. Εχουμε τους υψηλότερους φόρους στα μεσαία εισοδήματα, τις υψηλότερες αναγκαστικές εισφορές στη δουλειά των εργαζομένων και στο κόστος εργασίας, τους υψηλότερους φόρους στην κατανάλωση, στα ακίνητα και στα εισοδήματα επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Ο κόσμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Οι μικρομεσαίοι «σκάνε». Ένας στους δύο φορολογούμενους είναι «κόκκινος». Ένας στους τέσσερις δεν έχει φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα.
Αγνοεί ο κ. Τσίπρας το τσουνάμι κατασχέσειων (από τα 3,9 εκατομμύρια «κόκκινους» οφειλέτες της εφορίας, οι μισοί υπέστησαν ήδη αναγκαστικά μέτρα είσπραξης).
Και επίσης δεν … έχει ακούσει τίποτα για την παρακράτηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου σε φορολογούμενους και επιχειρήσεις.
Και φυσικά δεν γνωρίζει για την υπο- εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μια πολιτική επιλογή της κυβέρνησης του που θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Όπως δεν τον έχουν ενημερώσει για τις χαμηλές δαπάνες που διαθέτει σε παιδεία και έρευνα, δείκτες προόδου μια χώρας. Όπως ευφυώς παρατηρείται “τίποτε από όσα κάνει το κράτος δεν συνάδει με το τέλος της λιτότητας και ακόμη λιγότερο με την ανάπτυξη”. Πολύ περισσότερο δεν συνιστά “νέα οικονομία”
Πλασματικό και… «ματωμένο»
Το «ματωμένο» υπέρ- πλεόνασμα Τσίπρα είναι πλασματικό. Προϊόν «θράσους και απάτης» όπως έλεγε παλαιότερα για τους αντιπάλους του ο ίδιος. Η καταστροφική μανία της νεομνημονιακής λιτότητας που επιβάλλει η κυβέρνησή του είναι αφόρητη.
Και αυτό γίνεται για να ικανοποιήσει όσα δέσμευσε τη χώρα , με την ελάχιστη δυνατή διαπραγματευτική επάρκεια, στους δανειστές («στεγνή» αποπληρωμή χρέους με πλεόνασμα διαρκούς λιτότητας).
Ό,τι μένει στον κουμπαρά της «νέας οικονομίας» του Αλέξη Τσίπρα δεν πάει σε ανάπτυξη και φορολογική ανακούφιση των πολιτών. Όση κοινωνική ευαισθησία του έλειψε με την άγρια λιτότητα που επέβαλε ακόμα και στους πιό φτωχούς στα χρόνια της θητείας του, αποφάσισε να την εμφανίσει, στο τέλος της καριέρας του ως πρωθυπουργός, μοιράζοντας ελάχιστα σε λίγους από όσα πολλά παίρνει από όλους.
Με εξαίρεση τον στενό κύκλο του στο Μαξίμου, ελάχιστοι πιστεύουν όσα λέει ο πρωθυπουργός για την οικονομία. Γιατί απλά είναι “έπεα πτερόεντα”*.
(*)Έπεα πτερόεντα: λόγια που “πετούν”, που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία.
πηγή: economico.gr