Τις επιπτώσεις που έχει η υψηλή ανεργία αλλά η συρρίκνωση που έχει υποστεί η αγορά εργασίας υπό την πίεση του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου των τελευταίων χρόνων περιγράφει ο ΣΕΒ
Τις επιπτώσεις που έχει η υψηλή ανεργία αλλά η συρρίκνωση που έχει υποστεί η αγορά εργασίας υπό την πίεση του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου των τελευταίων χρόνων περιγράφει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο, με το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του εργατικού δυναμικού είναι μονόδρομος για την αύξηση της απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του εβδομαδιαίου δελτίου για την πορεία της οικονομίας, στην Ελλάδα του 2018, ένας εργαζόμενος παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις Έλληνες.
Μάλιστα, από το παραπάνω εισόδημα πληρώνονται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους και φυσικά, καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού.
Όπως παρατηρεί ο ΣΕΒ, στο εξωτερικό έχουν μεταναστεύσει περίπου 374.000 άτομα και το εργατικό δυναμικό από το 2009 έως το 2017 έχει στους άνδρες κατά 259.000 άτομα, ενώ στις γυναίκες αυξήθηκε κατά 6.000 άτομα.
Αυτή η μείωση του εργατικού δυναμικού κατά ένα βαθμό συντελεί και στη μείωση της ανεργίας που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον ΣΕΒ. Ο δεύτερος παράγοντας που συνετέλεσε στη μείωση της ανεργίας είναι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αγορά εργασίας.
Παρ’όλα αυτά, παρά τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ο αριθμός των ανέργων παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, τη στιγμή που οι αριθμοί της απασχόλησης είναι ιδιαίτερα χαμηλοί.
Ενδεικτικό αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει την μεγαλύτερη ανεργία και διαθέτει ένα από τα λιγότερο γενναιόδωρα συστήματα στήριξης των ανέργων, με το 9,7% των ανέργων να λαμβάνει επίδομα ανεργίας και την ανεργία να διαμορφώνεται σε 19% του εργατικού δυναμικού, την στιγμή που στον ΟΟΣΑ το μέσο ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 29% με μέση ανεργία το 6,5%.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως το 7,5% περίπου του εργατικού δυναμικού (ήτοι 346 χιλιάδες άτομα) είναι άνεργοι για πάνω από τέσσερα χρόνια, και ως ποσοστό των ανέργων, ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται.
Την ίδια στιγμή, σημαντικός είναι ο αριθμός των 160.000 νέων, οι οποίοι δεν δουλεύουν, δεν εκπαιδεύονται και δεν καταρτίζονται, ενώ υπάρχουν και 175.000 άτομα που είναι αποθαρρυμένοι, δηλαδή ενώ θέλουν και είναι διαθέσιμοι να δουλέψουν, δεν ψάχνουν ενεργά για εργασία. Μάλιστα ο αριθμός τους συνεχίζει να μεγαλώνει ακόμη και στη διετία 2017/2018 της ανάκαμψης της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, υπάρχουν 70.000 άτομα άνω των 65 ετών που εξακολουθούν να δουλεύουν, κυρίως για βιοποριστικούς λόγους.
Επίσης, το 10% των απασχολούμενων δηλώνει ότι εργάζεται σε δουλειές μερικής απασχόλησης, με τα 2/3 εξ αυτών να δηλώνουν ότι το κάνουν επειδή δεν βρίσκουν εργασία πλήρους απασχόλησης.
Τέλος, υποστηρίζει ο ΣΕΒ το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα δρα τιμωρητικά στη δημιουργία οικογένειας, καθώς οι φοροαπαλλαγές ή οι πρόσθετες παροχές για παιδιά είναι σχετικά ασήμαντες.
«Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση (μη μισθολογικό κόστος εργασίας) στον κόσμο για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο που αμείβεται στο 67% των μέσω αμοιβών, όταν χώρες όπως η Πολωνία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Ιρλανδία, όχι μόνο δεν επιβαρύνουν, αλλά τουναντίον επιδοτούν σε καθαρή βάση τον συγκεκριμένο τύπο οικογένειας.
Συμπερασματικά ο Σύνδεσμος θεωρεί ότι η αύξηση της απασχόλησης μειώνει ταυτολογικά την ανεργία, αν και ο ρυθμός πτώσης του ποσοστού της ανεργίας επηρεάζεται και από μεταβολές στο εργατικό δυναμικό, το οποίο συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και το brain drain.
Σύμφωνα με το ΣΕΒ, η βιώσιμη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας, δεν προϋποθέτει μόνο αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση του εργατικού δυναμικού.
Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται με μέτρα πολιτικής μείωσης της υπερφορολόγησης για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος οικογένειας και μισθωτών.
Πηγή: in.gr