Η κυβέρνηση δεν έχει ενημερώσει μέχρι σήμερα τους θεσμούς για ενδεχόμενες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο που αφορά στην αναβαλλόμενη φορολογία των τραπεζών. Επίσης διαψεύδονται οι πληροφορίες πως ο SSM έχει δώσει την έγκριση του για τις υποτιθέμενες αλλαγές.
Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επεξεργαστεί πρόταση που επιφέρει αλλαγές στο νόμο για την αναβαλλόμενη φορολογία με στόχο να επιτραπεί στα τραπεζικά ιδρύματα να καθαρίσουν ταχύτερα τους ισολογισμούς τους από τα «κόκκινα» δάνεια, η σχετική πρόταση δεν έχει κατατεθεί στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, αλλά ούτε και στους θεσμούς.
Για τις ελληνικές τράπεζες έχει θεσπιστεί από το 2014 ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς, προκειμένου να συμψηφίσουν με φόρους από μελλοντική κερδοφορία τις μεγάλες ζημίες που υπέστησαν από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI) και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων των παρελθόντων ετών, οι οποίες ξεπέρασαν τα 60 δισ. ευρώ.
Αυτή η ρύθμιση είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, καθώς οι ζημιές τους έχουν συμψηφισθεί με τα κέρδη των επόμενων 20 ετών. Τι σημαίνει αυτό; Πως οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν σε αυτό το διάστημα φόρο για τα κέρδη που θα εμφανίζουν έως ότου συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό των περίπου 19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σήμερα στην αναβαλλόμενη φορολογία.
Αυτή η υπόσχεση όμως ισχύει υπό μια αυστηρή προϋπόθεση που τίθεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Για να απολαμβάνουν τα οφέλη του αναβαλλόμενου οι τράπεζες θα πρέπει υποχρεωτικά να εμφανίζουν κέρδη σε επίπεδο μητρικής. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή καταγράψουν ζημιά, το Δημόσιο θα πρέπει να καλύψει τη ζημιά αυτή με «νέο χρήμα» και να λάβει ως αποζημίωση νέες μετοχές της τράπεζας.
Αυτή η προϋπόθεση δεν έχει τεθεί τυχαία. Λειτουργεί ως διαρκές κίνητρο ώστε οι τράπεζες να διατηρούνται σε κερδοφόρο πορεία και να υλοποιούν ταχύτερα τα σχέδια αναδιάρθρωσης τους. Ωστόσο οι Έλληνες τραπεζίτες ζητάνε επίμονα τα τελευταία χρόνια να παρακαμφθεί ο κανονισμός 575/2013 ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος αύξησης της παρουσίας τους Δημοσίου εάν οι τράπεζες τους καταγράψουν ζημίες. Το ζήτημα έχει τεθεί και στο παρελθόν στους θεσμούς, αλλά προσέκρουσε στην αντίρρηση τόσο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και της ΕΚΤ.
Το νέο επιχείρημα των τραπεζιτών , το οποίο το υιοθετεί και η Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι πως το σχήμα του αναβαλλομένου φόρου δεν επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε ριζικές λύσεις μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (καθώς εάν περάσουν σε ζημίες το Δημόσιο θα αυξήσει το ποσοστό τους σε αυτές ). Ως εκ τούτου, οι τραπεζικές διοικήσεις υποστηρίζουν πως είναι αναγκασμένες να εφαρμόσουν τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με λιγότερο επιθετικό τρόπο. Δηλαδή με άλλα λόγια υποστηρίζουν πως ο αναβαλλόμενος τις εμποδίζει να κάνουν τη δουλειά τους.
Τόσο όμως η Κομισιόν όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αρνητικές σε οποιαδήποτε αλλαγή στο σχήμα του αναβαλλόμενου, θεωρώντας πως ήδη έχει υπάρξει εξαιρετικά ευνοϊκό για τις τράπεζες και πως είναι μια στρέβλωση που αξιοποιήθηκε καταχρηστικά στην Ελλάδα. Φοβούνται δε πως εάν υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή θα σταλεί λάθος σήμα και σε άλλες χώρες που έχουν υιοθετήσει παρόμοιο σχήμα.
Επίσης τονίζουν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν πώς η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζοντας τον κανονισμό 575/2013 θα κάλυπτε το κεφαλαιακό έλλειμμα που θα προκαλούσαν ενδεχόμενες ζημιές των τραπεζών και δεν θα ζήταγε για αυτό αποζημίωση αντίστοιχου ύψους. Ομοίως, ανέφεραν πως θα ήταν λάθος να θεωρηθεί πως δεν θα χαρακτηριστεί ως παράνομη κρατική ενίσχυση μια στήριξη των τραπεζών που δεν θα συνοδεύεται με ίσης αξίας ανταλλάγματα για το ελληνικό κράτος.
Κατά τα ίδια στελέχη, το Δημόσιο έχει ήδη χάσει πολλά λεφτά στηρίζοντας τις τράπεζες και θα πρέπει να διασφαλιστούν τρόποι ώστε να ανακτήσει μέρος των χρημάτων αυτών.
Πηγή: economico.gr