Πώς η Ελλάδα σκοτώνει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις - Σε μια δεκαετία κατέρρευσε η ανταγωνιστικότητά τους 45 – 60%

Η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα που σκοτώνει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Μεταξύ 2008 και 2017 οι μικρές επιχειρήσεις (έως 10 εργαζόμενοι) έχασαν το 60% της παραγωγής προστιθέμενης αξίας τους*, ενώ οι επιχειρήσεις με 10 έως 49 εργαζομένους υπέστησαν και αυτές αξιοσημείωτη μείωση, της τάξης του 45%, την ίδια περίοδο.

Στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, η ονομαστική προστιθέμενη αξία που παράγει ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας κατακρημνίσθηκε κατά 38% μεταξύ του 2008 και 2017. Την ίδια περίοδο, στην Ε.Ε., η προστιθέμενη αξία του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 19%. Έτσι, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ευρώπης, κατέρρευσε.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε το φημισμένο Ινστιτούτο DIW του Βερολίνου για την ελληνική οικονομία. Και αυτό, με απλά λόγια σημαίνει ότι παρά την έξοδο από τα μνημόνια και την επιστροφή των θετικών ρυθμών ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα για να φθάσει σε συνθήκες βιώσιμης ευημερίας.

Τα μαζικά λουκέτα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αξιοποίησαν, σε ένα ποσοστό, οι λίγες μεγάλες επιχειρήσεις (με περισσότερους από 250 εργαζομένους), που επιχειρούν στην Ελλάδα, οι οποίες υπέστησαν πολύ μικρότερες απώλειες την ίδια περίοδο. Το ποσοστό της συνολικής προστιθέμενης αξίας της ιδιωτικής οικονομίας που παράγεται από μεγάλες επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά τη δεκαετία που πέρασε από 29% σε 36% (παραμένοντας, ακόμα και σήμερα, χαμηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο).

Ελπιδοφόροι κλάδοι

Εξετάζοντας τα δεδομένα ανά κλάδο, η έρευνα αναδεικνύει τους πρωταθλητές στο μέτωπο της προστιθέμενης αξίας: υπηρεσίες πληροφορικής, με αύξηση 44%, φαρμακοβιομηχανία, στο συν 9%, αλλά και ο κλάδος των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας, η πτώση κατά 9% του οποίου αναμένεται σύντομα να αντιστραφεί αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις ανάπτυξής του. Στο άλλο άκρο βρίσκονται το λιανεμπόριο και το χονδρεμπόριο, με πτώση 60%, και οι κατασκευαστικός κλάδος, με πτώση 30% και μείωση απασχόλησης στο μισό σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Στο μέτωπο της καινοτομίας στην οικονομία, οι συντάκτες της έρευνας του DIW εντοπίζουν μικρή έως ανύπαρκτη πρόοδο. Σημειώνουν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου στον βαθμό που χρησιμοποιούν την τεχνολογία στην παραγωγική διαδικασία και ότι σε ποσοστό μόλις 6% μπορούν να χαρακτηρισθούν «ταχέως αναπτυσσόμενες» (έναντι μ.ο. σχεδόν 10% στην Ε.Ε.). Ωστόσο, αισιόδοξο είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε τέτοιου είδους εταιρείες είναι 13% – σχεδόν ίσο με το 14% που αποτελεί τον ευρωπαϊκό μέσον όρο.

Η μεγάλη πρόκληση

Η έρευνα του γερμανικού ινστιτούτου είναι ξεκάθαρη σχετικά με την πρόκληση της επόμενης μέρας: «Η προσωρινή σταθεροποίηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος –όπως φαίνεται και από το ιστορικό της Ελλάδας έως το 2008– είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη των υφιστάμενων εταιρειών και για την ίδρυση δημιουργικών startups, και συνεπώς για την ανάδυση ανταγωνιστικής οικονομίας. Απαιτείται η δημιουργία πιο θετικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος».

Περιορισμένη ανάπτυξη

Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η Ελλάδα θα ακολουθήσει μια πορεία περιορισμένης ανάπτυξης σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας.

Η σημερινή δομή της ελληνικής οικονομίας και το ρυθμιστικό περιβάλλον δεν είναι αρκετά ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμη ευημερία για το σύνολο της χώρας – μια ευημερία που, με διαφορετικές συνθήκες, θα ήταν εφικτή. Αν η Ελλάδα θέλει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητες της, πρέπει να ξεπεράσει τα δεδομένα της και να πάει πέρα από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών.

Οι μεγάλες αδυναμίες

Εστιάζοντας στις προοπτικές για δυναμική, εξωστρεφή ανάπτυξη στο προσεχές μέλλον, η έρευνα του DIW εξετάζει τον βαθμό στον οποίο συντρέχουν στη χώρα οι αναγκαίες συνθήκες για να ευδοκιμήσει η καινοτόμος επιχειρηματικότητα. Τα συμπεράσματα είναι μάλλον απογοητευτικά.

Το πρώτο πρόβλημα που εντοπίζεται είναι η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης και συνέχειας στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Στην Ελλάδα, σημειώνεται, «επενδύσεις και εγχειρήματα τα οποία έχουν ξεκινήσει προηγούμενες κυβερνήσεις συχνά σταματούν, μεταρρυθμίσεις καταργούνται ή στρέφονται στην αντίθετη κατεύθυνση από τον αρχικό τους σκοπό».

Επιπλέον, οι αναλυτές του γερμανικού ινστιτούτου υπενθυμίζουν τις εξαιρετικά προβληματικές επιδόσεις της Ελλάδας στον δείκτη Ease of Doing Business. Στην τελευταία έκδοση της έκθεσης (2018), η Ελλάδα έχει διολισθήσει στην 67η θέση παγκοσμίως – τελευταία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Συγκρίνοντας, η Πορτογαλία βρίσκεται στην 29η θέση, ενώ οι βαλτικές χώρες (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) είναι όλες στην πρώτη εικοσάδα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με τον όρο προστιθέμενη αξία, εννοούμε την αξία που εμπεριέχει ένα προϊόν σε κάθε στάδιο επεξεργασίας που επιδέχεται. Με απλά λόγια, η προστιθέμενη αξία απεικονίζει, με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, πόσο καλή είναι μια εταιρεία στη μετατροπή ιδεών και φυσικών αγαθών σε προϊόντα και υπηρεσίες που θέλουν ν’ αγοράσουν οι πελάτες.

Πηγή: economico.gr

ανταγωνιστικότηταΕΛΛΑΔΑεπιχειρήσεις