Ανάπτυξη, επενδύσεις και απόλυτη τήρηση των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις είναι το τρίπτυχο της HSBC για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.
Στη νέα έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, η διεθνούς φήμης επενδυτική τράπεζα προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,1% για το τρέχον έτος και 2,5% για το 2019, υποχώρηση της ανεργίας κάτω από το 20% και πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού. Οι αναλυτές της HSBC όχι μόνο δεν παραλείπουν να συνυπολογίσουν τον παράγοντα των πρόωρων εκλογών αλλά δεν τον αποκλείουν κιόλας. Οι ειδικοί αναλυτές της τράπεζας κάνουν λόγο για ρίσκο και αβεβαιότητα στην περίπτωση που προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, σημειώνουν ωστόσο ότι η ΝΔ είναι δεσμευμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, κάτι που περιορίζει τους κινδύνους.
Θετικές εκτιμήσεις
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η ελληνική ανάπτυξη έχει ήδη εκπλήξει θετικά το α’ τρίμηνο του έτους, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση (+2,3% σε ετήσια βάση, που είναι το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται από πριν την κρίση). Οι καθαρές εξαγωγές παραμένουν βασικός «οδηγός» -εν μέρει χάρη στον τουρισμό- ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν μετά τη μεγάλη άνοδο του δ’ τριμήνου του προηγούμενου έτους. Υπήρξε επίσης αναζωπύρωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που εμφάνισε θετικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά από το τέλος του 2016.
Θέσεις εργασίας
Μέχρι στιγμής, η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από ισχυρή δημιουργία θέσεων εργασίας και η HSBC αναμένει πως αυτό θα συνεχιστεί, καθώς η ανεργία παραμένει υψηλή σε βάρος της χαμηλής ανάπτυξης της παραγωγικότητας, όπως συνέβη τα πρόσφατα χρόνια στην Ισπανία, που επίσης είδε μια αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η HSBC αναμένει μεγαλύτερη στήριξη στην ανάπτυξη από τον κυβερνητικό τομέα, λόγω των λιγότερων δημοσιονομικών περιορισμών. Ωστόσο, η ανοδική τάση περιορίζεται από την πιθανή επιβράδυνση της ανάπτυξης σε άλλες περιοχές της ευρωζώνης και τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν τις καταναλωτικές δαπάνες.
Καθώς περιορίζεται η ανεργία, μια ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι κομβικής σημασίας για την αύξηση των προοπτικών της ανάπτυξης, ιδιαίτερα λόγω των αρνητικών δημογραφικών (άλλο ένα υποπροϊόν της κρίσης, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα), σύμφωνα με την HSBC. Όπως επισημαίνει, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να τηρηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης, από τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μέχρι τις συντάξεις.
«Κλειδί» οι επενδύσεις
Κατά την εκτίμηση της HSBC, «κλειδί» είναι και οι επενδύσεις. Οι πραγματικές επενδύσεις εξακολουθούν να είναι λιγότερο από 40% των προ κρίσης επιπέδων και τώρα αντιπροσωπεύουν μόλις το 13% του ΑΕΠ, το ήμισυ του επιπέδου στο οποίο βρίσκονταν πριν από την κρίση (25%). Αυτό αντανακλά τις περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις -αν και πέρυσι αυξήθηκαν στο 4,6% του ΑΕΠ από το 2,5% το 2012- και την επίπτωση της κρίσης στην επενδυτική εμπιστοσύνη.
Η χρόνια ανικανότητα της Ελλάδας να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις επίσης παίζει ρόλο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι και αυτές «κλειδί» σε όρους τεχνολογικών έμμεσων επιπτώσεων, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα. Η αβεβαιότητα αναφορικά με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη μπορεί να έπαιξε ρόλο στη μείωση της ελκυστικότητας της χώρας για τους ξένους επενδυτές, όμως καθώς τώρα αυτοί οι φόβοι βρίσκονται πίσω μας (για την ώρα τουλάχιστον), η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να δείξει πως είναι πιο ανοικτή στις άμεσες ξένες επενδύσεις, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να αυξηθούν οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Χρέος και ΔΝΤ
Η έκθεση σημειώνει ότι η χώρα βγαίνει από το πρόγραμμα με μια τελευταία δόση 15 δισ. ευρώ. Έχουν συμφωνηθεί στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και ελαφρά υψηλότερα του 2% στη συνέχεια, η ρύθμιση του χρέους αλλά και το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Οι πληρωμές των δανείων προς το EFSF στάλθηκαν για μετά το 2032 αλλά δεν υπήρξε αναφορά σε πιθανά νέα μέτρα ελάφρυνσης πέραν του 2033 και ειδικότερα ο μηχανισμός σύνδεσης με την ανάπτυξη. Αυτό καθιστά δύσκολο να βάλει το ΔΝΤ τη σφραγίδα του στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους.
Το γεγονός, σύμφωνα με την HSBC, μπορεί να περιορίσει τη βραχυπρόθεσμη δυνητική βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, τις πολλαπλές αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης και τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης. Τα θετικά όμως είναι περισσότερα από τα αρνητικά, κατά την άποψη του οίκου.
Η Ελλάδα τελειώνει το πρόγραμμα με μαξιλάρι 24 δισ. και είναι πλήρως χρηματοδοτημένη τουλάχιστον έως το 2020. Μετά τη συμφωνία, η μέση ωρίμανση του χρέους είναι πάνω από 20 χρόνια. Αν αποδειχτεί «σοβαρή» σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη, μπορεί να ξεκινήσει ενάρετος κύκλος που θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Από το newsroom του Economico.gr με τη συνεργασία του Newmoney.gr