Σε καθεστώς αρνητικής παρακολούθησης -τεχνικός όρος credit watch negative- τοποθέτησε ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σύντομα και σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε αξιολόγηση «Β» της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας υπό παρακολούθηση με αρνητικές προοπτικές (credit watch negative).
Ο οίκος αξιολόγησης αναφέρει στην ανακοίνωση που εξέδωσε πως κάποιες από τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που υπερασπίζεται η νέα ελληνική Κυβέρνηση είναι ασύμβατες με το πλαίσιο μέτρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης και των διεθνών δανειστών. Ως χαρακτηριστικές θέσεις που δεν συνάδουν με το υπάρχον πλαίσιο συμφωνίας με τους πιστωτές, ο οίκος αναφέρει την αύξηση του κατώτερου μισθού, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και τη χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο οίκος, στην έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα, υποστηρίζει ότι προχώρησε σε αυτήν την κίνηση, καθώς εκτιμά ότι ορισμένες από τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που έχει εξαγγείλει η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν συμβαδίζουν με το πλαίσιο μέτρων που είχε συμφωνήσει με τους πιστωτές η προηγούμενη Κυβέρνηση. Αναφέρει ότι δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας πρόσβασης της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές για δανεισμό, σε μεγάλο βαθμό η χρηματοδότηση της χώρας βασίζεται στα προγράμματα στήριξης προκειμένου να καλυφθούν και ο λήξεις των χρεών ύψους 17 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2015 (ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης αλλά και ΔΝΤ). Ο οίκος διατυπώνει ανοιχτά ότι τάσσεται υπέρ της συνέχισης της παράτασης του ελληνικού προγράμματος πέραν της 28ης Φεβρουαρίου προκειμένου να δοθεί χρόνο στη διαπραγμάτευση «παραμέτρων» του προγράμματος.
Η Standard & Poor’s δεν τοποθετείται ξεκάθαρα ως προς την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αρκούμενη να πει ότι δεν είναι μοναδικό κριτήριο ο λόγος του χρέους ως προς το ΑΕΠ, δηλαδή ότι αγγίζει το 178% του ΑΕΠ, υποστηρίζοντας ότι κάποιες άλλες παράμετροι είναι η περίοδος ωρίμανσης και τα χαμηλά επιτόκια. Και ως προς τις επενδύσεις υποστηρίζει ότι η αβεβαιότητα του παρελθόντος συν την άνιση επίδοση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και τη συνεχή αλλαγή των κυβερνήσεων, έχουν επηρεάσει αρνητικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η διατυπωμένη πρόθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να επιδιώξει αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και να συνδέσει τη βιωσιμότητα του χρέους με την ανάπτυξη χαρακτηρίζεται «δυνητικά εποικοδομητική» από την S&P, ενώ σχολιάζεται θετικά η εξαγγελία για βελτίωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, για αντιμετώπιση της διαφθοράς, και για ενίσχυση των δικαστικών αρχών και της αποτελεσματικότητάς τους. Παρόλα αυτά, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές, υπογραμμίζεται στην έκθεση, η Ελλάδα θα χάσει τη χρηματοδοτική της γραμμής και δεν θα μπορεί να βγει στις αγορές παρά μόνο με καταστροφικά επιτόκια.