Φθίνουσα πορεία ακολουθεί από το 2008 η αξία της εγχώριας αγοράς επίπλων οικιακής χρήσης (πωλήσεις παραγόμενων και εισαγόμενων προϊόντων).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που εκπόνησε η Icap, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε -12,4% την περίοδο 2008-2016. Ωστόσο, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται τα τελευταία έτη και κινείται σε μονοψήφια ποσοστά. Ειδικότερα, το 2016 η αξία της αγοράς εκτιμάται ότι μειώθηκε με ρυθμό της τάξης του 2%-3%, έναντι του 2015.
Η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο βαίνει αυξανόμενη. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις των εισαγόμενων επίπλων οικιακής χρήσης κάλυψαν ποσοστό 62% επί της συνολικής αξίας της αγοράς το 2016, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση την τελευταία διετία. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγομένων επίπλων τα τελευταία έτη προέρχεται από την Ιταλία και την Κίνα, καλύπτοντας αντίστοιχα ποσοστό 28% και 25% επί της συνολικής αξίας αυτών. Οι εξαγωγές επίπλων κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, με κυριότερες χώρες προορισμού την Κύπρο και την Βουλγαρία.
Η αγορά των επίπλων οικιακής χρήσης είναι κατακερματισμένη λόγω του μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Οι περισσότερες παραγωγικές μονάδες είναι μικρού μεγέθους και δεν έχουν αυτοματοποιημένη παραγωγή. Οι μεγαλύτερες βιομηχανίες διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και παράγουν μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων (σε σχέδια, χρώματα, υλικά κατασκευής κά). Ορισμένες δε, εξειδικεύονται στην παραγωγή μιας κατηγορίας προϊόντων (πχ έπιπλα υπνοδωματίου). Στον εισαγωγικό τομέα είναι εντονότερη η παρουσία εταιρειών μεσαίου και μεγαλύτερου μεγέθους.
Η ζήτηση των επίπλων οικιακής χρήσης επηρεάζεται από διάφορους κοινωνικούς, δημογραφικούς και οικονομικούς παράγοντες, όπως: η εξέλιξη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, ο αριθμός των νέων κατοικιών, η δημιουργία νέων νοικοκυριών, η τιμή διάθεσης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Τα μεγέθη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας παρουσιάζουν κατακόρυφη μείωση τα τελευταία έτη, επηρεάζοντας και τις πωλήσεις των επίπλων. Ειδικότερα, ο αριθμός των αδειών μειώθηκε συνολικά κατά 76,6% την περίοδο 2009-2015, η συνολική επιφάνεια κατά 80,5% και ο όγκος κατέγραψε μείωση κατά 76,8%.
Η μελέτη αναφέρει, ότι η καθοδική πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας συνεχίστηκε και το 2016, καθώς σημειώθηκε πτώση, τόσο βάσει αριθμού αδειών (-5,5%), όσο και βάσει επιφάνειας (-12,8%) και όγκου (-28,9%), σε σχέση με το 2015.
Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι ιδιαίτερα έντονος, λόγω της πληθώρας των σημείων πώλησης και εντείνεται περισσότερο τα τελευταία έτη λόγω της μειωμένης ζήτησης από πλευράς καταναλωτών (περιορισμός εισοδήματος λόγω της οικονομικής συγκυρίας της χώρας κά) και τη στροφή τους σε οικονομικότερες λύσεις.
Αρκετές από τις εταιρείες του κλάδου ασχολούνται παράλληλα με την παραγωγή ή/και εισαγωγή άλλων ειδών επίπλων, όπως κουζίνας, μπάνιου, γραφείου, εξωτερικών χώρων, παιδικών-βρεφικών επίπλων, αλλά και άλλων οικιακών ειδών, προσφέροντας στους πελάτες τους πιο ολοκληρωμένες προτάσεις για τον εξοπλισμό μιας κατοικίας. Επίσης, αρκετές εμπορεύονται και διάφορα είδη οικιακής χρήσης, όπως φωτιστικά, υαλικά, διακοσμητικά είδη κά.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου (παραγωγικές, εισαγωγικές), διαθέτουν συνήθως εκθεσιακούς χώρους και δίκτυο διανομής των προϊόντων τους το οποίο συχνά περιλαμβάνει εταιρικά καταστήματα αλλά και τοπικούς αντιπροσώπους.
Σχετικά με τη διάρθρωση της αξίας της αγοράς ανά κατηγορία επίπλων, εκτιμάται ότι οι πωλήσεις επίπλων καθιστικού χώρου κάλυψαν το 44,2% της συνολικής αγοράς, τα έπιπλα υπνοδωματίου το 37,7% και τα έπιπλα τραπεζαρίας κάλυψαν το υπόλοιπο 18,1% (εκτιμήσεις 2016).
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση παραγωγικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκαν ομαδοποιημένοι ισολογισμοί για τη διετία 2014-2015, βάσει δείγματος εταιρειών.
Από την επεξεργασία 10 εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου (με διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία για τη διετία 2014-2015), παρατηρείται ότι το σύνολο του ενεργητικού τους μειώθηκε κατά 8,4% το 2015/2014, λόγω κυρίως της μείωσης των απαιτήσεων, αλλά και των αποθεμάτων την ίδια περίοδο.
Τα συνολικά ίδια κεφάλαια κατέγραψαν μείωση 7,1%. Οι μέσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις παρουσίασαν μείωση 19,5%, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις υποχώρησαν κατά 5,4% το ίδιο έτος. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 3,6% τα δε μικτά κέρδη αυξήθηκαν με υψηλότερο ρυθμό (6%). Τα υψηλά λειτουργικά έξοδα, (τα οποία αν και μειώθηκαν οριακά το 2015/2014 εξακολουθούν να υπερβαίνουν τα μικτά κέρδη), οδήγησαν στην εμφάνιση αρνητικού λειτουργικού αποτελέσματος και το 2015. Οι εταιρείες του δείγματος εμφάνισαν ζημιές και τα δύο έτη, αυξημένες κατά 47,5% το 2015/2014, λόγω και της αύξησης των μη λειτουργικών εξόδων. Τα κέρδη EBITDA μειώθηκαν κατά 6,2%.