Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης. Αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη η χώρα είναι μια ελάφρυνση του χρέους της, καθώς το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης οδεύει προς τους τελευταίους 12 μήνες για την ολοκλήρωσή του, γράφει σε άρθρο του το CNBC.
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Ελληνας ΥΠΟΙΚ Ευκλείδης Τσακαλώτος επισήμανε ότι «τώρα υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ», καθώς μετά από μήνες καθυστερήσεων, ΕΕ και ΔΝΤ συμφώνησαν τελικά να εκταμιεύσουν νέα κεφάλαια, ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό του τρίτου πακέτου διάσωσης στα 40,2 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών δήλωναν πρόθυμοι να κάνουν μικρά βήματα έναντι αυτών για τα οποία πίεζε ο Αλέξης Τσίπρας.
Το πρόγραμμα είναι προγραμματισμένο να λήξει τον Σεπτέμβριο του 2018 και στόχος του Τσίπρα είναι να ξανακερδίσει η χώρα πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων και να αφήσει πίσω της την ξένη επιτροπεία, άρα το θέμα που θα συνεχίσει να κυριαρχεί είναι το μακροπρόθεσμο χρέος.
Τον Ιούλιο, η Ελλάδα έκανε μια δοκιμαστική έξοδο στις αγορές μετά από τρία χρόνια απουσίας, με την έκδοση 5ετών ομολόγων και μέση απόδοση 4,66%.
Ωστόσο, το χρέος της Ελλάδας δεν θα είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα χωρίς παράταση ή διαγραφή, σύμφωνα με το ΔΝΤ, που πιέζει για χαμηλότερα πλεονάσματα (και όχι 3,5% του ΑΕΠ όπως ζητούν οι Ευρωπαίοι) με ταυτόχρονη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Εμπάθεια όμως ως προς την Ελλάδα δείχνει και η ΕΚΤ, καθώς επιμένει να μην συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Σε επιστολή του τον Ιούνιο, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, απέκλεισε αυτή την πιθανότητα, λέγοντας ότι η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να αναλύσει πλήρως το ελληνικό χρέος.
Αναλυτές της Barclays εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα συμπεριλάβει την αγορά ελληνικών ομολόγων ύψους 115 εκατ. ευρώ μηνιαίως.
Πάντως, σε ό,τι αφορά το χρέος, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, Β. Σόιμπλε, ξεκαθάρισε ότι η ελάφρυνση είναι ξεκάθαρα εκτός ατζέντας, ωστόσο πηγές ανέφεραν στο CNBC ότι είναι πιθανό να ξεκινήσουν συνομιλίες για το μεσοπρόθεσμο χρέος τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, σε κάθε περίπτωση μετά τις γερμανικές εκλογές.