H χρηματοπιστωτική ενοποίηση στην Ευρωζώνη ανακόπηκε πέρυσι, σύμφωνα με τη σχετική ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μετά από κάποια χρόνια που είχε σημειωθεί νέα διαδικασία ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, ως επακόλουθο της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Από την έκθεση, που δημοσιεύθηκε στις Βρυξέλλες σε κοινή συνέντευξη τύπου της ΕΚΤ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκύπτει ότι η εξέλιξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα αλληλοεξουδετερωμένων αποτελεσμάτων στις αγορές, που επηρεάσθηκε εν μέρει από τις διαφορετικές οικονομικές προοπτικές μεταξύ των χωρών, τη διακύμανση όσον αφορά την αποστροφή κινδύνου σε παγκόσμιο επίπεδο και την πολιτική αβεβαιότητα.
Από την άλλη πλευρά, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συνέχισε να στηρίζει τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση.
Για πρώτη φορά, η έκθεση προχωρά σε ανάλυση της ποιότητας της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης, μετρώντας τα οικονομικά οφέλη της.
Δύο νέοι δείκτες δείχνουν ότι η κοινή ανάληψη κινδύνων από τις χώρες της Ευρωζώνης είναι ακόμη χαμηλή και ότι η κοινή ανάληψη κινδύνων από τους ιδιώτες δεν συμβάλλει πολύ σε αυτή. Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος εισοδηματικών σοκ στα κράτη – μέλη μεταφέρεται άμεσα στην κατανάλωση.
Οι διαπιστώσεις αυτές, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, υπογραμμίζουν τη σημασία που έχει η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η λήψη περαιτέρω μέτρων στην κατεύθυνση μία φιλόδοξης ένωσης των κεφαλαιαγορών.
Για παράδειγμα, η τρέχουσα επανεξέταση σημαντικών νομοθετημάτων, όπως η Οδηγία για τα Υποχρεωτικά Κεφάλαια (CRD) ή η Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD) πρέπει να οδηγήσει σε μία ορατή και έγκαιρη πρόοδο.
«Η τραπεζική ένωση και η ένωση των κεφαλαιαγορών είναι αναμφίβολα δύο κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες – καταλύτες για τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση στην ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Τα δύο σχέδια πρέπει να θεωρηθούν ως αμοιβαία ενισχυόμενες πρωτοβουλίες που μπορούν να οδηγήσουν σε άλλο επίπεδο την ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάντσιο.
Σε ένα ειδικό πλαίσιο, η έκθεση αξιολογεί τη διαδικασία της διασυνοριακής συγχώνευσης των τραπεζών στην Ευρωζώνη και διαπιστώνει ότι η ανάπτυξη πανευρωπαϊκών τραπεζών είναι ακόμη αρκετά περιορισμένη, δεδομένης μάλιστα της σημαντικής προόδου που έχει υπάρξει όσον αφορά στην υλοποίηση της τραπεζικής ένωσης.
«Περαιτέρω διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην πολύ αναγκαία ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος σε ορισμένες χώρες – μέλη, χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα με τον ανταγωνισμό», σημειώνεται.
«Επιπλέον, αυτές (οι συγχωνεύσεις) θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ενοποίηση των αγορών δανείων για νοικοκυριά, προωθώντας την κοινή ανάληψη κινδύνων και θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», προσθέτει η έκθεση.
Εκτός από την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, θα πρέπει να εξετασθούν η μείωση των διακριτικών επιλογών σε εθνικό επίπεδο αναφορικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο και η εναρμόνιση των πτωχευτικών κανόνων και άλλες στοχευμένες πολιτικές στον χρηματοπιστωτικό τομέα που αίρουν εμπόδια για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.
Σε αυτές τις πολιτικές θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιλαμβάνεται η εναρμόνιση της προστασίας των καταναλωτών, η αντιμετώπιση των προβλημάτων με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του παρελθόντος και η θεώρηση της Ευρωζώνης ως ενιαίας επικράτειας «για τον υπολογισμό των πρόσθετων συστημικών επιβαρύνσεων της Βασιλείας».