Ανήσυχος για τη σπατάλη χρόνου που σημειώνεται στο ελληνικό ζήτημα εμφανίστηκε ο Πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις Βρυξέλλες, ο Ντάισελμπλουμ απάντησε σε ερώτηση μέλους της Επιτροπής σχετικά με την τάση αναλήψεων που επικρατεί το τελευταίο διάστημα.
Όπως είπε «οι καθυστερήσεις θίγουν την εμπιστοσύνη και αυτό είναι, όντως, ευθύνη των μελών του Eurogroup», σημειώνοντας πως είναι «ανήσυχος» για τις χρονοτριβές και πως η ταχύτητα είναι «ζωτικής σημασίας». «Η ανάπτυξη που είδαμε τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2016 εξαφανίστηκε και οι καταθέσεις αντικαταστάθηκαν από αναλήψεις. Προσπαθώ να βοηθήσω για να υπάρξει επιτάχυνση» τόνισε, συμπληρώνοντας πως οι θεσμοί και οι ελληνικές Αρχές συναντώνται αυτήν την εβδομάδα στις Βρυξέλλες, προκειμένου να συζητήσουν πού έχουν «κολλήσει» οι διαπραγματεύσεις και να ξεπεράσουν τα «αδιέξοδα». Στη συνέχεια θα πρέπει επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα για να κλείσουν την αξιολόγηση, επεσήμανε.
Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και κατά πόσο λαμβάνονται υπόψη οι γνωματεύσεις των εμπειρογνωμόνων, ο κ. Ντάισελμπλουμ υπογράμμισε πως είναι ζήτημα με το οποίο ασχολούνται οι θεσμοί και πως το Eurogroup δεν συμμετέχει σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, πρόσθεσε, ότι ο ίδιος έχει συζητήσει με τους βασικούς εμπειρογνώμονες και πως οι προτάσεις τους λαμβάνονται υπόψη. «Όλα αυτά θα πρέπει να ενταχθούν στο συνολικό πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς», κατέληξε.
Νωρίτερα, ο Ντάισελμπλουμ είχε μιλήσει για πολιτική συζήτηση για μία συνολική συμφωνία στο Eurogroup του Απριλίου ή του Μαϊου, μιλώντας ενώπιον των ευρωβουλευτών της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις Βρυξέλλες.
Τη Δευτέρα 20/3 επανέλαβε ότι το Eurogroup συμφώνησε να εντατικοποιηθούν οι συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των θεσμών και των ελληνικών Αρχών διά ζώσης στις Βρυξέλλες, προκειμένου να εστιάσουν και να συμφωνήσουν στα βασικά εκκρεμή ζητήματα της αξιολόγησης. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι θα πρέπει να οριστικοποιήσουμε όλα τα υπόλοιπα εκκρεμή ζητήματα σε μία πολιτική συζήτηση που θα γίνει στο Eurogroup, αν όχι σε αυτό της 7ης Απριλίου, τότε στο Eurogroup του Μαϊου.
Επίσης, σημείωσε ότι οι θεσμοί ζητούν από την Ελλάδα μία εκ των προτέρων δέσμη διαρθρωτικών μέτρων, προκειμένου να γίνει εύρωστη η οικονομία της χώρας και πιο φιλική προς την ανάπτυξη, καθώς και αντισταθμιστικά μέτρα σε περίπτωση που υπερκαλυφθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι τα εργασιακά είναι σημαντικό τμήμα της διαπραγμάτευσης και ότι οι μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τομέα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.
Μιλώντας στην ίδια επιτροπή, ο Πρόεδρος του Eurogroup είπε ότι «η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων δεν πρέπει να συνδέεται με τις συλλογικές συμβάσεις».
Απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, Σωτήρη Ζαριανόπουλου, για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και το ενδεχόμενο να συνδέεται με τη μείωση των μισθών στην Ελλάδα λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, ο κ. Ντάισελμπλουμ σημείωσε πως ο ίδιος δεν πιστεύει ότι η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων θα μειωθεί στο μέλλον, ούτε ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα πρέπει να είναι συνδεδεμένες με την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις
Απαντώντας στη συνέχεια σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη, ο Ντάισελμπλουμ τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
Όπως είπε, το καλοκαίρι του 2015 συμφωνήθηκε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν πρέπει να ανατραπούν και ζητήθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων να συμβουλεύσει τη χώρας για τις πρακτικές που θα πρέπει να ακολουθήσει στο μέλλον. Η ομάδα των εμπειρογνωμόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι ευρωπαϊκή βέλτιστη πρακτική και ότι θα πρέπει να επανέλθουν στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο Πρόεδρος του Eurogroup επεσήμανε ότι σε ορισμένες χώρες υπάρχουν κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και πως αυτά τα κριτήρια συζητώνται αυτήν τη στιγμή με τους εκπροσώπους των θεσμών και τις ελληνικές Αρχές. «Η γνώμη της ομάδας των εμπειρογνωμόνων ήταν απόλυτα σαφής», πρόσθεσε και κατέληξε: «Ας δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η διαδικασία».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση του κ. Παπαδημούλη σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ο κ. Ντάισελμπλουμ σημείωσε ότι εάν το ΔΝΤ ζητήσει τη συγκεκριμενοποίησή τους, το Eurogroup είναι διατεθειμένο να το συζητήσει, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Υπενθύμισε, όμως, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, δηλαδή το β’ εξάμηνο του 2018, και στον βαθμό που θα χρειαστούν. «Δεσμευόμαστε να συζητήσουμε αυτό το θέμα τις επόμενες εβδομάδες με το ΔΝΤ», είπε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, υπογράμμισε ότι από την αρχή της κρίσης, η εφαρμογή των προγραμμάτων εξυγίανσης στην Ελλάδα υπήρξε αργή, αλλά τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αν αναλογιστεί κανείς ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας το 2009 είχε φτάσει στο 15% του ΑΕΠ. Ωστόσο, υποστήριξε ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα επιβραδύνθηκε ξανά και ξανά, λόγω αβεβαιότητας, πολιτικής αστάθειας, έλλειψης εμπιστοσύνης και λόγω των αναλήψεων από τις ελληνικές τράπεζες και τις μεταθέσεις χρημάτων στο εξωτερικό.
«Σε καμία περίπτωση δεν έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα στην Ελλάδα», ανέφερε ο πρόεδρος του Eurogroup, σημειώνοντας ότι «θα χρειαστούν πολλά χρόνια» για να ενισχύσουμε τις δομές, προκειμένου η χώρα να ανακάμψει πλήρως. Κάτι τέτοιο, είπε, είναι εφικτό και έχει γίνει προσπάθεια από την ελληνική κυβέρνηση.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη διαφορά απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, ο κ. Ντάισελμπλουμ τόνισε ότι το ΔΝΤ είναι πιο απαισιόδοξο. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι στα πρώτα τρία τρίμηνα του 2016 διαπιστώθηκε ανάπτυξη, αλλά στο τελευταίο τρίμηνο της ίδιας χρονιάς καταγράφηκε ύφεση και αποδείχθηκε ότι το ΔΝΤ είχε δίκιο. «Βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή σε μία ασταθή ανάπτυξη», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup και συμπλήρωσε πως πρέπει να δημιουργήσουμε σταθερότητα, προκειμένου «να αρχίσει να ενισχύεται και να ανοίγει η ελληνική οικονομία». «Αυτό που χρειάζεται είναι πολύ εμπιστοσύνη από την πλευρά των επενδυτών, που ακόμα δεν είναι τόσο ισχυρή», κατέληξε.