Την Τρίτη αναμένονται στην Aθήνα τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών, μετά και την συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup των Βρυξελλών, με την διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών να βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση της.
Αθήνα και θεσμοί συμφώνησαν την νομοθέτηση μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό, με αντιστάθμισμα μειώσεις στη φορολογία, εφόσον βέβαια υπάρξει υπεραπόδοση στο δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος. Παράλληλα θα οριστικοποιηθούν και οι αλλαγές στην αγορά εργασίας.
Στόχος τόσο της κυβέρνησης, όσο και των δανειστών δεν είναι άλλος από το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό. Ωστόσο η διαφορά ανάμεσα στο “θα” και στην πραγματικότητα είναι μεγάλη και προϋποθέτει σίγουρα δύσκολες αποφάσεις, αμοιβαίες υποχωρήσεις καθώς και την σύναψη μίας νέας συμφωνίας που θα ανοίγει για τη χώρα τον δρόμο της εξόδου στις αγορές.
Όσον αφορά το πακέτο των μεταρρυθμίσεων ανοικτό παραμένει το ύψος της δημοσιονομικής απόδοσής τους όπως και τα συγκεκριμένα μέτρα που θα περιλαμβάνονται σ’ αυτό. Στο τραπέζι των δύο πλευρών αναμένεται να βρεθούν μέτρα δημοσιονομικής απόδοσης από 1,5% του ΑΕΠ έως 2% του ΑΕΠ.
Η ελληνική κυβέρνηση επικαλείται την υπεραπόδοση των εσόδων και την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 και διεκδικεί ο στόχος αυτός να καθοριστεί στο χαμηλότερο δυνατόν επίπεδο, ακόμη και κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ, ενώ το ΔΝΤ ανεβάζει το λογαριασμό.
Τα μέτρα που αναμένεται να αποφασιστούν με βάση την πρώτη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup και θα απασχολήσουν τις συζητήσεις της επόμενης εβδομάδας μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και των επικεφαλής των Θεσμών αφορούν:
– Στη μείωση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος. Στόχος είναι η όσο το δυνατόν μικρότερη μείωση του από τα 8.636 ευρώ (για τον άγαμο) που ισχύει σήμερα. Το μέτρο συζητείται να εφαρμοσθεί από τα εισοδήματα του 2019 παράλληλα όμως με μειώσεις στη φορολογία που θα λειτουργούν αντισταθμιστικά για τις απώλειες. Εξετάζεται συγκεκριμένα η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, η μείωση του ΦΠΑ στα προϊόντα εστίασης και στα είδη διατροφής από το 24% στο 13%, καθώς και η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια στο 7%. Πρόκειται για μέτρα που αναμένεται να νομοθετηθούν παράλληλα με την αναπροσαρμογή του αφορολόγητου.
– Η σταδιακή μείωση της προσωπικής διαφοράς για τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις που εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει από το 2020 και θα ολοκληρωθεί το 2025. Το μέτρο αναμένεται να συνδυασθεί με αποφάσεις ενίσχυσης του θεσμού του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης που εφαρμόζεται ήδη από φέτος σε όλη της χώρα.
Παράλληλα θα οριστικοποιηθούν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας με το ΔΝΤ να έχει και στο μέτωπο αυτό την πιο σκληρή ατζέντα ζητώντας απελευθέρωση του ορίου των απολύσεων και απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Ωστόσο οι αποφάσεις του Eurogroup κρίνονται θετικές από αρμόδια κυβερνητικά στελέχη αφού, όπως σημειώνουν, ανοίγουν το δρόμο για την επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων στην αγορά εργασίας που είχαν ανασταλεί με τα δύο προηγούμενα μνημόνια. Τα ίδια στελέχη επισημαίνουν επίσης την ιδιαίτερα θετική επίδραση που θα έχει στην απασχόληση το πρόγραμμα για τη δημιουργία 100.000 νέων θέσεων εργασίας την χρηματοδότηση που οποίου συζητά η κυβέρνηση με τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα και το οποίο αποτελεί μέρος των αποφάσεων του Eurogroup.
Ετσι, μέρος αυτής της συμφωνίας, εκτός από την οριστικοποίηση του πακέτου των μεταρρυθμίσεων σε φορολογία, ασφαλιστικό και αγορά εργασίας, θα είναι οι αποφάσεις για το χρονικό διάστημα πέραν του 2018 κατά το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ αλλά και οι δεσμεύσεις των δανειστών για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Τις δεσμεύσεις αυτές ζητά η Αθήνα καθώς αποτελούν ελάχιστη προϋπόθεση για να κρίνει η ΕΚΤ το ελληνικό χρέος βιώσιμο και να εντάξει τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Στην περίπτωση αυτή θα έχει γίνει το πρώτο καθοριστικό βήμα για την έξοδο της χώρας στις αγορές προς τα μέσα του 2018 όπως προβλέπει το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα μία θετική για την Ελλάδα διευθέτηση της χρονικής διάρκειας διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ – ή και χαμηλότερων όπως εξακολουθεί να διεκδικεί η ελληνική πλευρά – μετά το 2018 θα διεύρυνε τα δημοσιονομικά περιθώρια για την χώρα και θα δρομολογούσε δυνάμεις ισχυρότερης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Η ελληνική κυβέρνηση αισιοδοξεί για μία θετική διευθέτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά και τις δεσμεύσεις Ντάισεμπλουμ, μετά το Eurogroup των Βρυξελλών για την λήψη ρεαλιστικών αποφάσεων στο θέμα αυτό.