Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των διεθνών μέσων ενημέρωσης βρίσκεται για ακόμη μια φορά η Ελλάδα καθώς παραμένει ανοικτή η β’ αξιολόγηση, με την σκυτάλη να περνά στο πρακτορείο Reuters και να αναφέρεται σε δημοσίευμά του για την καθυστέρηση που παρουσιάζεται στο κλείσιο της διαπραγμάτευσης και να υπενθυμίζει ότι η όλη κατάσταση θυμίζει πολύ το καλοκαίρι του 2015.
Το πρακτορείο Reuters σε δημοσίευμά του που φέρει τον τίτλο «Πώς λέμε deja vu στα ελληνικά;», εντοπίζει ομοιότητες και διαφορές με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί το 2015.
«Αυτή τη φορά υπάρχουν διαφορές σε σύγκριση με πριν από δύο χρόνια, όταν μια σειρά συναντήσεων ”τελευταίας ευκαιρίας” για το νέο πρόγραμμα έφερε την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας και απείλησε την ευρωζώνη με την πρώτη αποχώρηση», γράφει το Reuters,και σημειώνει ότι στο Eurogroup της Δευτέρας «θα υπάρχει λίγη ριψοκίνδυνη διπλωματία ή φόβος για αποτυχία. Πρώτα από όλα, τώρα υπάρχει ήδη πρόγραμμα. Η διαφωνία αυτή τη φορά είναι για τη συμμόρφωση και τους μελλοντικούς στόχους, προκειμένου να δοθεί η επόμενη δόση».
Κάποιοι αξιωματούχοι της ευρωζώνης, αναφέρει το Reuters, ενημερώνουν κατ’ ιδίαν ότι η Ελλάδα έχει αρκετά χρήματα για να τα φέρει σε πέρας τώρα, ακόμη κι αν αποτύχει να πάρει την επόμενη δόση, μέχρι τη διορία του Ιουλίου για την αποπληρωμή έως και 7,5 δισ. ευρώ.
«Αλλά θα ήταν τετριμμένο να πούμε ότι ένα ακόμη φούντωμα διαμάχης με την Ελλάδα είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η ευρωζώνη, όταν αντιμετωπίζει έναν Αμερικανό πρόεδρο του προστατευτισμού, τη Βρετανία που φεύγει από την ΕΕ και τους πολιτικούς κατά του ευρώ που μάχονται για την εξουσία στις εκξλογές στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία», θυμίζει το Reuters.
Και συνεχίζει το δημοσίευμα, λέγοντας ότι αξιωματούχοι της ΕΕ καλούν σε επίσπευση για την επίτευξη συμφωνίας και προειδοποιούν με ηρεμία για αστάθεια αν δεν γίνει αυτό, ενώ υπενθυμίζει τη δήλωση που έκανε ο Βάλντις Ντομπρόβσκις ότι «υπάρχει κοινή αντίληψη ότι ο χρόνος που χάνεται για την επίτευξη συμφωνίας θα έχει κόστος για όλους».
Το θέμα όμως, γράφει το Reuters, είναι πολυεπίπεδο και για αυτό ιδιαίτερα περίπλοκο. Μέρος αυτού είναι το είδος του πρωτογενούς πλεονάσματος που πρέπει να πετύχει και να διατηρήσει η Ελλάδα για μια περίοδο.
Το πρόγραμμα προβλέπει 3,5% του ΑΕΠ, που είναι μακράν το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Το ΔΝΤ λέει ότι είναι ανέφικτο, χωρίς η Ελλάδα να σφίξει περαιτέρω το ζωνάρι. Λέει ότι το 1,5% του ΑΕΠ και μία μορφή χαλάρωσης χρέους- για παράδειγμα στις αποπληρωμές- είναι πιο ρεαλιστικό και εφικτό. Το ΔΝΤ επιπλέον δηλώνει ότι δεν θα μετάσχει σε κανένα πρόγραμμα αν δεν πιστεύει ότι είναι βιώσιμο. Η Γερμανία- όπως και άλλοι- λένε ότι το Ταμείο πρέπει να είναι στο πρόγραμμα, αλλιώς δεν υπάρχει συμφωνία.
«Αμφότερες οι πλευρές έχουν πει στην Ελλάδα ότι θέλουν μέτρα περίπου 3,6 δισ. ευρώ, μεταξύ των οποίων μείωση του αφορολόγητου. Η Ελλάδα λέει όχι. Οπότε υπάρχουν πολλά περιθώρια για την κρίση, αν και όχι αρκετά ακόμη», καταλήγει το Reuters.