Πυρετώδεις είναι οι διαβουλεύσεις μεταξύ Αθήνας και δανειστών, ενόψει του σημερινού κρίσιμου Eurogroup που αναμένεται να ξεκινήσει στις (16.00) ώρα Ελλάδας, με στόχο μία μίνιμουμ συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και του προσδιορισμού των μέτρων για το χρέος. Σε τηλεδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και των δανειστών συμμετείχε και η Υπουργός Εργασίας. Σύμφωνα με όσα δήλωσε κυβερνητικός παράγοντας, υπάρχουν «διαδοχικές συζητήσεις, διαδοχικές προσεγγίζεις» σε μια προσπάθεια να πιστοποιηθεί στο Eurogroup ότι υπάρχει συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (Staff Level Agreement) σε ποσοστό 95%. Τα μεγάλα θέματα παραμένουν τα εργασιακά, το δημοσιονομικό αλλά και ζητήματα που αφορούν στον τομέα της ενέργειας.
Άλλωστε, όπως είχε διαμηνύσει από την Παρασκευή κυβερνητικό στέλεχος με άμεση εμπλοκή στο θέμα των διαπραγματεύσεων, «τίποτα δεν θα κλείσει αν δεν κλείσουν όλα». Από την πλευρά της η Κυβέρνηση ευελπιστεί να αποσπάσει μία «μίνιμουμ» πολιτική συμφωνία και έναν οδικό χάρτη λίγων εβδομάδων για το κλείσιμο της αξιολόγησης και τις αποφάσεις για το χρέος. Βασικό ωστόσο “αγκάθι” παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο ζητά μέτρα συνολικού ύψους 4,2 δισ. ευρώ, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 έως και το 2020.
Το αίτημα έχει απορρίψει καθολικά η ελληνική κυβέρνηση η οποία διαμήνυσε στους δανειστές ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να νομοθετήσει τώρα τέτοιου ύψους μέτρα, ιδίως αν αφορούν σε μείωση του αφορολογήτου ορίου και περικοπές των καταβαλλόμενων συντάξεων, όπως εισηγείται το Ταμείο, στην περίπτωση που δεν μειωθεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Δ. Τζανακόπουλος: Δεν θα κάνουμε αποδεκτά τα όσα ζητά το ΔΝΤ
Από την πλευρά του ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9.84 τόνισε ότι «σε κάθε περίπτωση εμείς έχουμε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κάνουμε αποδεκτά τα όσα ζητά το ΔΝΤ σε ό,τι αφορά τα μέτρα, αλλά και σε ό,τι αφορά τα εργασιακά» και παρατήρησε ότι «ο κ. Μητσοτάκης και η αξιωματική αντιπολίτευση νομίζω ότι θα ήταν πρόθυμοι να τα δεχθούν με την έννοια ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όλο το προηγούμενο διάστημα πολιτεύθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε, νομιζω, ότι άνοιξε και την όρεξη του ΔΝΤ», ενώ συμφώνησε στην παρατήρηση ότι «(η ΝΔ) συντάσσεται με τους πιό σκληρούς από τους δανειστές».
Παράλληλα σημείωσε ότι το κλίμα στην Ευρώπη «προϊδεάζεται μια πολιτική συμφωνία ως το τέλος του έτους και τούτο διότι όλοι αντιλαμβάνονται πως δεν αντέχει η Ευρώπη μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης όταν υπάρχουν ζητήματα που αφορούν την Ιταλία, όταν υπάρχει προεκλογική χρονιά για πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης και όταν υπάρχει το προσφυγικό».
Ερωτηθείς τι σημαίνει και που οδηγεί το ενδεχόμενο επίδειξης ανελαστικότητας εκ μέρους του ΔΝΤ στους όρους του και η μη αποδοχή εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης των όσων ζητά το Ταμείο, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε ότι «η πίεση του Ταμείου είναι μεγάλη, ωστόσο οι παράγοντες που θα επηρεάσουν την λύση στο ελληνικό ζήτημα είναι πάρα πολλοί, δεν είναι μόνο το ΔΝΤ. Δεν θεωρώ ότι η Ευρώπη θα μείνει αμέτοχη στις απαιτήσεις αυτές οι οποίες, όλοι αντιλαμβάνονται, ότι είναι παράλογες, υφεσιακές και απολύτως αδύνατον να γίνουν δεκτές απο την δική μας μεριά».
Ο κ. Τζανακόπουλος δεν προεξόφλησε τίποτα, ωστόσο σημείωσε οτι «το κλίμα που έχει αναπτυχθεί στο σύνολο των ηγεσιών της Ευρωζώνης είναι τέτοιο που έχει τις προϋποθέσεις για μια πολιτική συμφωνία μέχρι το τέλος του χρόνου» και υπενθύμισε ότι «πάντοτε δινόταν πολιτική λύση και στην διαπραγμάτευση που κατέληξε στην συμφωνία του 2015 και στην πρώτη αξιολόγηση, όταν και τότε το ΔΝΤ είχε απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα 3,6 δισ ευρώ και τελικά η λύση ήταν πολιτική, όπου το ΔΝΤ είπε ‘πάσο’, εδώ έχουμε την συμφωνία».
Ερωτηθείς αν το θέμα των εργασιακών ενδέχεται να μετατεθεί για αργότερα, μέχρι να υπάρχει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, επεσήμανε ότι η εν λόγω απόφαση αφορά τις ομαδικές απολύσεις, όμως υπάρχουν και άλλα ανοιχτά ζητήματα καθώς η Ελλάδα τελεί σε ιδιότυπη κατάσταση εξαίρεσης σε ότι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και υπογράμμισε ότι «ως ελληνική κυβέρνηση, έχουμε πει από την αρχή ότι αυτή την κατάσταση εξαίρεσης δεν μπορούμε ούτε να τη νομιμοποιήσουμε ούτε να την μονιμοποιήσουμε. Και γι’ αυτό τον λόγο με πολύ συγκεκριμένα νομικά, οικονομικά και πολιτικά επιχειρήματα, προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό για μας είναι το ίδιο σημαντικό με την αποφυγή μιας οποιασδήποτε ρύθμισης αφορά τις ομαδικές απολύσεις. Γι’ αυτό έχουμε δώσει όλες μας τις δυνάμεις σε αυτό το κομμάτι της διαπραγμάτευσης. Έχουμε πιθανότητες πολλές να βγει ένας τέτοιος πολιτικός συμβιβασμός».
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να ανοίξει συζήτηση στο σημερινό Eurogroup για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ο κ. Τζανακόπουλος αφού υπενθύμισε ότι σήμερα θα συζητηθεί η β΄ αξιολόγηση «δηλαδή μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικό μέχρι το 2018», το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2019 και το ζήτημα του χρέους για το οποίο εκτίμησε ότι «εφόσον συμφωνηθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που προτείνονται από τον ESM, θα ανοίξει και η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα τα οποία σχετίζονται άμεσα, είναι άμεσα συνδεδεμένα, με τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2019».
Ερωτηθείς αν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα γίνει αυτό, με δεδομένη δήλωση του Β. Σόιμπλε «μάλλον αρνητική», επισήμανε καταρχήν ότι «ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν μιλάει μόνο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, μιλάει και στους γερμανούς φορολογούμενους».