Βαρέλι χωρίς πάτο χαρακτηρίζεται η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας στη χώρα, όπως επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι νέες άδειες μειώθηκαν περαιτέρω κατά 31,9% και είναι ενδεικτικό στο σύνολο της Χώρας το Μάιο εκδόθηκαν μόλις 843 άδειες, εκ των οποίων οι 151 στην Αττική και οι 148 στην Κ. Μακεδονία (κυρίως Θεσσαλονίκη). Όσον αφορά στον όγκο των νέων οικοδομών- που είναι ο βασικός δείκτης της οικοδομικής δραστηριότητας- μειώθηκε περαιτέρω κατά 39,8%.
Συνολικά στο πεντάμηνο, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα ως προς τον αριθμό των νέων αδειών υποχώρησε κατά 9,9% και ως προς τον όγκο κατά 14,2%. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι ενώ φέτος έχουν εκδοθεί μόλις 4.562 άδειες στο σύνολο της χώρας, στο πεντάμηνο του 2009 οι άδειες είχαν φτάσει στις 60.776, κάτι που σημαίνει ότι μέσα σε αυτά τα 6 χρόνια, ο ρυθμός έκδοσης νέων οικοδομικών αδειών “βούτηξε” κατά 92%!!!
Σε ρεπορτάζ του Γιώργου Παππού για το iefimerida.gr αναφέρεται ότι, σύμφωνα με ειδικούς της κτηματαγοράς αλλά και την Τράπεζα της Ελλάδας, η υπέρμετρη φορολόγηση των ακινήτων αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, που σπρώχνει την οικοδομή σε αχαρτογράφητα νερά. Είναι ενδεικτικό ότι οι φόροι επί των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώνονται πάνω από το 1,4% του ΑΕΠ έναντι 0,6- 0,7% στην αρχή της κρίσης.
Οι προοπτικές διαγράφονται δυσοίωνες, καθώς όπως προκύπτει κι από τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τ. Αλεξιάδη στο iefimerida, κάθε αλλαγή στο ύψος του φόρου ακινήτων προϋποθέτει συμφωνία με τους δανειστές και κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, εξ ου και η αποφυγή παραμικρής αναφοράς σε ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα.
Όπως σημειώνει στο ρεπορτάζ του ο Γιώργος Παππούς, αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι και το 2017 τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ ή όπως αλλιώς ονομαστεί ο φόρος ακινήτων, θα είναι ακριβώς τα ίδια (2,650 δισ ευρώ) και το μόνο που θα αλλάξει είναι το πώς θα μοιραστεί αυτό το βάρος. Ήδη οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τον ερχόμενο Φεβρουάριο οι ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων θα ξαναδηλώσουν τα ακίνητα τους με πιο αναλυτικά και διορθωμένα- όπου χρειάζεται- στοιχεία, προκειμένου να επιβληθεί και εκεί φόρος ανάλογος της αντικειμενικής αξίας τους.