Εκτεταμένες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας της Ελλάδας, προκειμένου να καταστεί ακόμη πιο «ευέλικτη» και να περιοριστεί η ανεργία των νέων, προτείνει σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Το ΔΝΤ κρίνει ότι δεν πρέπει να θιγούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας και ειδικότερα εκείνες που αφορούν τον κατώτατο μισθό, ο οποίος, όπως επισημαίνει, είναι υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., σε σχέση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ακόμη, τάσσεται υπέρ νομοθετικών αλλαγών, προκειμένου να εναρμονιστεί το πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.
Το Ταμείο ζητεί ακόμη να προχωρήσει το άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων» με προτεραιότητα σε επαγγέλματα όπως οι μηχανικοί, οι δικηγόροι και οι φορτοεκφορτωτές. Επίσης, ζητεί να εφαρμοσθούν οι συστάσεις του ΟΟΣΑ για τη μείωση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό στους τομείς του χονδρικού εμπορίου, των κατασκευών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, ενώ τάσσεται υπέρ της αναμόρφωσης του συστήματος αδειοδότησης στους κλάδους τροφίμων και ποτών, καθώς και στον τουρισμό.
Στην έκθεση αναγνωρίζεται ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις συστάσεις του ΟΟΣΑ, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε βασικούς τομείς (π.χ., μεταφορές, τουριστικά ενοίκια, γάλα, αρτοποιεία, φαρμακεία, προϊόντα πετρελαίου κ.ά.) και ότι προχωρά στο άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων (συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές) και στην απελευθέρωση της αγοράς για τις τουριστικές ενοικιάσεις.
Εξάλλου, θεωρεί ότι οι δημογραφικές εξελίξεις και δη η γήρανση του πληθυσμού αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη, επηρεάζοντας ταυτόχρονα αρνητικά το δημόσιο χρέος. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, οι χώρες που αναμένεται να πληγούν περισσότερο από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Ιρλανδία, όπου η μέση αύξηση του μεριδίου των παλαιών εργαζομένων στο συνολικό εργατικό δυναμικό θα είναι περίπου 10% μεταξύ 2020 και 2035.
Ειδική αναφορά γίνεται στο έλλειμμα επενδύσεων στην Ελλάδα, μετά τη δραματική μείωσή τους κατά 20% στη διάρκεια της κρίσης. Όπως σημειώνει το ΔΝΤ, οι εταιρικές επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν μετά την κρίση και παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, οι αναλυτές του διεθνούς οργανισμού εντάσσουν την Ελλάδα μαζί με την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία στις χώρες όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θέτουν προκλήσεις για τις τράπεζες και τις οικονομίες. Ωστόσο, στην έκθεση αναφέρεται πως οι μεγάλες τράπεζες στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετωπίζουν και αυτές προκλήσεις από την υψηλή μόχλευση. «Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης», συνοψίζει η έκθεση.