Το χρέος παραμένει ένα σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη της Ελλάδας, αποφαίνεται η Κομισιόν, σε έκθεσή της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, θέτοντας ως απαιτούμενη προϋπόθεση για την ελάφρυνσή του την πιστή εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την ίδια, η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής τόσο ενός αξιόπιστου προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών, όσο και επιπλέον μέτρων ελάφρυνσής του.
Όσον αφορά τα τελευταία, η Κομισιόν διευκρινίζει ότι θα ληφθούν υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέτρων του προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και θα συζητηθούν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Ως εκ τούτου – επισημαίνει η Επιτροπή – για να ενισχυθεί η πορεία της χώρας προς την οικονομική ανάπτυξη και την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, είναι απαραίτητη η εφαρμογή του προγράμματος ανασυγκρότησης που έχει συμφωνηθεί, καθώς αυτή:
-θα οδηγήσει στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το ευρωσύστημα εξασφαλίσεις (με αποτέλεσμα οι ελληνικές τράπεζες να μπορούν να χρησιμοποιούν τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης),
-καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και
-θα οδηγήσει στην απόφαση για τη λήψη μέτρων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Κλειδί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
«Οι διαρθρωτικές αλλαγές αποτελούν το κύριο μοχλό ενίσχυσης του δυνητικού προϊόντος, της αύξησης της παραγωγικότητας και της μείωσης της ανεργίας» αναφέρεται στη σχετική έκθεση. «Τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές», συνεχίζει η Κομισιόν, «θεωρούνται οι αλλαγές στις αγορές εργασίας και προϊόντων, οι πολιτικές για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς και οι αλλαγές στα εθνικά συστήματα συνταξιοδότησης και περίθαλψης».
Όπως επισημαίνει στη συνέχεια, ο ρόλος των διαρθρωτικών αλλαγών είναι θεμελιώδης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και για την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Οι βασικοί τομείς της οικονομίας στους οποίους εφαρμόζονται οι διαρθρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα είναι:
-Ο τομέας της ενέργειας
-Η αγορά προϊόντων οι οποίες έχουν στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής και των τιμών
-Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων
-Η συνέχιση της δημοσιονομικής αναθεώρησης, η οποία περιλαμβάνει την αναμόρφωση του φορολογικού κώδικα και τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
-Η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η οποία περιλαμβάνει μία ολοκληρωμένη στρατηγική για τη διοίκηση και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και η εισαγωγή της ηλεκτρονικής διοίκησης
-Η δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος και η διευκόλυνση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω της απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης και της εξάλειψη των επενδυτικών εμποδίων
-Η έμφαση σε διαρθρωτικά θέματα ανταγωνιστικότητας για την ενίσχυση των εξαγωγών (πρόσφατη εμπειρική μελέτη, η οποία υπολογίζει ότι υπάρχει σημαντικό κενό μεταξύ δυνητικών εξαγωγών και εξαγωγών που πραγματοποιούνται, εκτιμά ότι η βελτίωση του ελληνικού θεσμικού πλαισίου κοντά στο μέσο επίπεδο των ΕΕ/ΟΟΣΑ, μπορεί να κλείσει το εξαγωγικό κενό της χώρας κατά ½ έως ¾ τοις εκατό).
Τα προγράμματα επιβάρυναν τη βιωσιμότητα του χρέους
Μεγάλες επιβαρύνσεις στην εξέλιξη του ΑΕΠ και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους από την εφαρμογή των προγραμμάτων βοήθειας της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010 – 2014, διαπιστώνει, την ίδια ώρα, η Κομισιόν.
Όπως αναφέρει ενδεικτικά, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σωρευτικά περισσότερο από 25% από το 2008 έως το 2015, γεγονός που επέτεινε τη δυναμική του χρέους και συνέβαλε στην ανατροφοδότηση της κρίσης.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 109,3% του ΑΕΠ το 2008 σε 180,2% του ΑΕΠ το 2015, παρά τη σημαντική αναδιάρθρωση, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερέβη σημαντικά τους στόχους του προγράμματος.
Την περίοδο εφαρμογής του προγράμματος – προστίθεται στη σχετική έκθεση – σημειωνόταν ταυτόχρονα σημαντική επιδείνωση της δυναμικής του χρέους λόγω τόσο της μεγαλύτερης της προβλεπόμενης συρρίκνωσης του ΑΕΠ όσο και του παρατεταμένου αποπληθωρισμού.
Το χαμηλότερο ονομαστικό ΑΕΠ, καταλήγει η Κομισιόν, οδήγησε σε αύξηση της διαφοράς «επιτοκίου – ρυθμού ανάπτυξης», της σχέσης δηλαδή που καθορίζει τη μακροχρόνια τάση του χρέους, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μετατόπιση σε υψηλότερα επίπεδα χρέους.