Για σκόπιμη καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και των δανειστών εκ μέρους της Κυβέρνησης κάνει λόγο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, μέσω της τριμηνιαίας έκθεσης Ιανουαρίου – Μαρτίου 2016 η οποία δόθηκε σήμερα Μ. Τρίτη 26 Απριλίου στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση αφήνεται να εννοηθεί ότι ο λόγος που η Κυβέρνηση καθυστερεί την επίτευξη συμφωνίας των δύο πλευρών, είναι η σκόπιμη δραματοποίηση της κατάστασης.
«Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση. Ως προς κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης που μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του «πολιτικού οφέλους» αναφέρει χαρακτηριστικά η Έκθεση:
Το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του «πολιτικού οφέλους»
«Η ύφεση συνεχίζεται και το 2016, πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα € 5,4 δισ. Και € 3,6δισ. μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές. Ας προσθέσουμε ότι όσο παρατείνεται η ύφεση, τόσο μετατίθενται στο μέλλον κάποιες δυνατότητες για αντικυκλικά μέτρα από την πλευρά της ζήτησης με προσφυγή και στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοπιστωτικής στήριξης! Μετά την υφεσιακή υποτροπή 2015-2016, περιορίστηκαν περαιτέρω οι δυνατότητες για μέτρα από την πλευρά της ζήτησης. Παρά ταύτα, ο ήπιος χαρακτήρας της ύφεσης σε σύγκριση με απαισιόδοξες προβλέψεις ανέδειξε τις αντοχές αλλά και τις ιδιομορφίες (π.χ. παραοικονομία) της ελληνικής οικονομίας».