“Μπλόκο” στα κυβερνητικά σχέδια για το θέμα του Ασφαλιστικού κάνει το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς πληροφορίες αναφέρουν ότι το νομοσχέδιο του Υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου κρίνεται ως αντισυνταγματικό σε συγκεκριμένες διατάξεις του.
Σημειώνεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο -βάσει νόμου- γνωμοδοτεί για κάθε νομοσχέδιο στο οποίο περιλαμβάνονται διατάξεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου.
Σύμφωνα με πηγές, η αρνητική εισήγηση του γενικού επιτρόπου έγινε δεκτή σχεδόν από το σύνολο των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επισημαίνουν ότι το χρονικό περιθώριο που δόθηκε να είναι ασφυκτικά περιορισμένο ώστε να καταλήξουν στην επίμαχη γνωμοδότηση.
Όπως τονίζει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφορικά με το νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό «εφόσον στηρίζεται στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του, καθόσον ανατρέπεται το νομοθετικό του θεμέλιο».
Ωστόσο το παραπάνω συμπέρασμα δεν δεσμεύει την διοίκηση. Η Ολομέλεια είχε ανακοινώσει την άποψή της εδώ και μήνες όταν είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις τελευταίες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έγινε γνωστό την περασμένη Δευτέρα ενώ τα σχέδια του Υπουργείου Εργασίας ήταν να κατατεθεί σήμερα στη Βουλή ώστε γίνουν οι σχετικές συνομιλίες από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας και στη συνέχεια να πάει στην Ολομέλεια προς συζήτηση – ψήφιση μετά το Πάσχα.
Τι απαντά ο Γιώργος Κατρούγκαλος
Από την πλευρά του, ο Υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι έχει στα χέρια του την γνωμοδότηση και έσπευσε να εξηγήσει ότι σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του Ασφαλιστικού όπου κατέληξε το ΕΣ, πρόκειται για παρανόηση.
Σε συνέντευξη Τύπου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Κατρούγκαλος είπε ότι «παραλάβαμε τη γνωμοδότηση, πράγματι υπάρχει μια παρανόηση», μεταδίδει ο Real Fm 97,8.
Συνεχίζοντας, ο Υπουργός Εργασίας τόνισε ότι «έχουν πάρει ως γεγονός ότι δεν υπάρχουν αναλογιστικές μελέτες» ενώ πρόσθεσε ότι οι αναλογιστικές μελέτες θα κατατεθούν μαζί με το νομοσχέδιο στη Βουλή, επομένως «η αντισυνταγματικότητα βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.»
Το σχετικό πρακτικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
«Συνεπώς, η υπαγωγή με νόμο σε ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών με τους λοιπούς εργαζόμενους δεν συνάδει με τη θέση που το ισχύον Σύνταγμα επιφυλάσσει σ’ αυτούς, δεδομένου ότι αυτή συνιστά συνταγματικό κεκτημένο, η ανατροπή του οποίου απαιτεί αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή θέτει ζήτημα αντίθεσης στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που απορρέει από το κράτος δικαίου, δοθέντος ότι η υπαγωγή των εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ή επαγγελματικής ασφάλισης αποτελεί ουσιώδη παράγοντα που εκτιμάται κατά την επιλογή του επαγγέλματος.
Ενόψει αυτών, το υπό εξέταση σχέδιο νόμου, εφόσον στηρίζεται στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του, καθόσον ανατρέπεται το νομοθετικό του θεμέλιο».
Ειδικότερα, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Μιχαήλ Ζυμής διατύπωσε επί των ως άνω διατάξεων του νομοσχεδίου την γνώμη:
«Δεν συνάγεται ότι έχουν συνταχθεί και ληφθεί υπόψη αναλογιστικές μελέτες, ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί ότι το πλέγμα των διατάξεων αυτών και οι απονεμόμενες εφεξής παροχές, σε συνδυασμό με τα επιβαλλόμενα στους ασφαλισμένους βάρη θα λειτουργήσει μελλοντικά επ’ ωφελεία των συνταξιούχων και θα επιφέρει, έστω και μακροπρόθεσμα, μία δίκαιη εξισορρόπηση του ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος (βιωσιμότητα συνταξιοδοτικού συστήματος) με τον νυν επιχειρούμενο περιορισμό των δικαιωμάτων και των νομίμων προσδοκιών τους, ούτε και αιτιολογείται η αδυναμία θεσμοθέτησης ηπιότερων εναλλακτικών μέτρων για την κατηγορία των συνταξιούχων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου και να εξετασθεί η συνολική επιβάρυνσή της από τα διαδοχικώς θεσπιζόμενα σε βάρος της μέτρα (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος).
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας επικαλούμενος τη νομολογία του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου, διαπιστώνει και άλλη αντισυνταγματικότητα που είναι η υπαγωγή του συνόλου των ασφαλισμένων, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε έναν μοναδικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Αναλυτικότερα, αναφέρει:
«Ενόψει του διατυπούμενου κανόνα περί υπαγωγής του συνόλου των ασφαλισμένων, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε έναν μοναδικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να σημειωθεί η προγενέστερη θέση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκφράστηκε με τα πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της 29ης Ιουνίου 2010, σύμφωνα με την οποία η ένταξη των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν συνάδει με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 103, 73 παρ. 2, 98 παρ. 1 περ. δ και στ, 80 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και μεταβάλλει την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Θολός και άγνωστος είναι ο τρόπος λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), σημειώνει ο κ. Ζυμής. Ειδικότερα, αναφέρει:
«Σχετικά με τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο οποίος κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1.α «συστήνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου», πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία διάταξη του υπόψη σχεδίου δεν προσδιορίζονται άλλα ουσιώδη στοιχεία αυτού, όπως, ενδεικτικά, η νομική μορφή, ο τρόπος λειτουργίας, τα όργανα και το προσωπικό, οι αρμοδιότητες, ο βαθμός λειτουργικής και οικονομικής εξάρτησης από το Δημόσιο, ο χρόνος σύστασης και η διαχείριση εισπραττομένων εισφορών».
Εξαιρέσεις βουλευτών, νομαρχών, δημάρχων, κλπ.
Παράλληλα, στις γενικές παρατηρήσεις του ο κ. Ζυμής επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, σημειώνουν ότι υπάρχουν εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα που αφορούν ορισμένες κατηγορίες, όπως είναι, μεταξύ των άλλων, βουλευτές και αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, συνταξιούχοι Εθνικής Αντίστασης ΟΓΑ, ανασφάλιστοι Αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης. Οι εξαιρέσεις αυτές υπάρχουν παρά το γεγονός ότι με το νομοσχέδιο «επιδιώκεται ως γενικός κανόνας η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης»
Ως προς τις εξαιρέσεις υπογραμμίζει:
«Εισάγεται εξαίρεση, για τους παθόντες από τρομοκρατική ενέργεια ή βίαιο συμβάν, όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης ΟΓΑ ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, λογοτέχνες – καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, βουλευτές και αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, όσους λαμβάνουν προσωπικές συντάξεις καθώς και όσους δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας η οποία προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης. Παρατηρείται ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις εισάγονται παρά το γεγονός ότι με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται ως γενικός κανόνας η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης βάσει ενιαίων κανόνων για όλους, χωρίς διακρίσεις (άρθρο 1 παρ. 3), για το σκοπό δε αυτό γίνεται προσπάθεια ενοποίησης πλήθους διαφορετικών περιπτώσεων (είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση περί συντάξεων του ΙΚΑ, υπολογιζομένων με 930 διαφορετικούς τρόπους)».
Γενικές παρατηρήσεις
Αντισυνταγματική είναι σύμφωνα με τον κ. Ζυμή και η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου που παρέχει εξουσιοδότηση στους συναρμόδιου υπουργούς με απόφασή τους να καθορίζουν την αύξηση των συντάξεων, κ.λπ., καθώς κατά τις επιταγές τους Συντάγματος αυτό μπορεί να γίνει μόνο νόμο.
Συγκεκριμένα ως προς αυτό αναφέρει:«Εξουσιοδοτούνται οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να ρυθμίσουν με κοινή απόφασή τους κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων. Επισημαίνεται ότι η νομιμότητα της εν λόγω εξουσιοδοτικής διάταξης έχει ως όριο τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες οι προϋποθέσεις για την απονομή ή την αύξηση των συντάξεων πρέπει να καθορίζεται με νόμο και όχι με την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση (πρβλ. ΕΣ Ολομ. Πρακτικά της 5ης Ειδικής Συνεδρίασης της 30ης Ιουνίου 2010)».
Πρόβλημα αντισυνταγματιότητας ως τις εξαιρέσεις ασφαλισμένων από την κατώτερη σύνταξη των 384 ευρώ διαπιστώνει, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Σχετικά με την εξαίρεση ασφαλισμένων από τις διατάξεις περί κατώτατης σύνταξης, η εν λόγω διάταξη (παρ. 6) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος».
Το νομοσχέδιο ως προς τις εξαιρέσεις προβλέπει:
«Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης».
Αντισυνταγματική και αντίθετη στη Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι και η διάταξη που αναφέρεται στις περικοπές των συντάξεων των απασχολουμένων συνταξιούχων. Αναλυτικότερα, αναφέρει ο κ. Ζυμής : «Στο πεδίο εφαρμογής της γενικής αυτής ρύθμισης εμπίπτουν οι περιπτώσεις ανάληψης από τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, του Δημοσίου καθώς και φορέων, κλάδων ή λογαριασμών εντασσομένων στον ΕΦΚΑ, εργασίας ή δραστηριότητας ή απόκτησης ιδιότητας υποχρεωτικώς υπακτέας στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, προβλέπεται δε ως έννομη συνέπεια η περικοπή της ακαθάριστης κύριας και επικουρικής σύνταξής τους σε ποσοστό 60% για όσο διάστημα διατηρούν την εργασία, ιδιότητα ή δραστηριότητα αυτή, για το οποίο διάστημα και καταβάλλουν τις προβλεπόμενες εισφορές. Η ως άνω περικοπή σε ποσοστό 60% προβλέπεται επί του συνολικού ποσού των συντάξεων και χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση αναλόγως της ηλικίας των συνταξιούχων, της τυχόν ύπαρξης τέκνων ανήλικων ή φοιτητών ή του ύψους των εισπραττόμενων αποδοχών από την αναληφθείσα εργασία. Επισημαίνεται ότι με τα πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας της 29.6.2010 είχε διατυπωθεί η παρατήρηση ότι η τυχόν ολοσχερής περικοπή της σύνταξης εκείνων των συνταξιούχων του Δημοσίου που απασχολούνται (εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα) είναι αντίθετη προς το άρθρο 5 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Ως προς τους συνταξιούχους που απασχολούνται σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αναφέρει ο κ. Ζυμή : «Η ρύθμιση αυτή αφορά ειδικώς στις περιπτώσεις ανάληψης από τους συνταξιούχους εργασίας ή δραστηριότητας σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, για τις οποίες περιπτώσεις προβλέπεται η αναστολή καταβολής της σύνταξης, δηλαδή δυσμενέστερη έννομη συνέπεια σε σχέση με εκείνη της προηγούμενης παρ. 1. Επισημαίνεται ότι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, πέραν εκείνων της Κεντρικής Διοίκησης, προσδιορίζονται βάσει του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ».
Ακόμη, επισημαίνει ότι για τον περιορισμό της σύνταξης του επιζώντος συζύγου τίθενται τυχαία και αυθαίρετα κριτήρια και θα ήταν δόκιμο όπως η υπό θεσμοθέτηση διάταξη αυτή επαναδιατυπωθεί: 1) με σταθερά κριτήρια, όπως διάρκεια γάμου και ηλικία επιζώντος συζύγου και 2) με σύγχρονο επαναπροσδιορισμό των ποσοστών μείωσης, προς αποφυγήν συνταγματικών και ερμηνευτικών ζητημάτων.
Η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΕΣ έκρινε, μεταξύ των άλλων επι των άρθρων του νομοσχεδίου:
Επί του άρθρου 2
Η παράγραφος 5 ενέχει αοριστία και αντίφαση, καθόσον αν και καταργείται η κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το κράτος φέρεται να διατηρεί πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης διακοπή της δυνατότητας της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θέτει ζήτημα συμβατότητας προς το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2286/2015).
Επί του άρθρου 4
Α) Όσον αφορά στην παράγραφο 1α
α) Αναφέρεται απλώς ότι συστήνεται ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) χωρίς να περιλαμβάνεται, στο τμήμα που έχει εισαχθεί για γνωμοδότηση, ρητή διάταξη περί της σύστασής του και της νομικής μορφής του. Κατά το μέρος αυτό το υπό έλεγχο σχέδιο νόμου ενέχει αοριστία.
β) Σε κάθε περίπτωση υπαγωγή των τακτικών υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του εν λόγω ΕΦΚΑ συνάδει με τα άρθρα 73 παρ. 2, 80 παρ. 1 και 98 παρ. 1 περ. δ και στ του Συντάγματος, εφόσον δεν μεταβάλλει την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών των σχετικών με την απονομή συντάξεων.
Β) Όσον αφορά στην παράγραφο 2γ
Η διάταξη της παραγράφου 2γ πρέπει να αναδιατυπωθεί καθόσον μέχρι την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ, ακόμα και αν αυτή λάβει χώρα στις 1.1.2017, θα έχουν συνταξιοδοτηθεί υπάλληλοι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου για τους οποίους δεν προβλέπεται ανώτατο όριο.
Γ) Όσον αφορά στην παράγραφο 3
Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας και συγκεκριμένα των Αντιπροέδρων Φλωρεντίας Καλδή, Ιωάννη Σαρμά, Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Άννας Λιγωμένου, Γεωργίας Μαραγκού και Αγγελικής Μαυρουδή και των Συμβούλων Γεωργίου Βοΐλη, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Μαρίας Αθανασοπούλου, Ασημίνας Σαντοριναίου, Κωνσταντίνας Ζώη, Δέσποινας Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελικής Μυλωνά, Χριστίνας Ρασσιά, Θεολογίας Γναρδέλλη, Βιργινίας Σκεύη, Κωνσταντίνου Εφεντάκη, Βασιλικής Σοφιανού, Αγγελικής Πανουτσακοπούλου, Δέσποινας Τζούμα, Κωνσταντίνου Παραθύρα, Ασημίνας Σακελλαρίου, Αργυρώς Μαυρομμάτη, Ευαγγελίας Σεραφή και Ειρήνη Κατσικέρη, δεν αιτιολογείται επαρκώς η εξαίρεση των προσώπων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο από την υπαγωγή τους στο νέο ΕΦΚΑ, ενόψει μάλιστα και των όσων αορίστως καταγράφονται στην αιτιολογική έκθεση της συγκεκριμένης διάταξης, σύμφωνα με την οποία η «εκ των πραγμάτων υπαγωγή τους στον ΕΦΚΑ θα δημιουργήσει επί του παρόντος μείζονα διαχειριστικά προβλήματα», ενώ «η υπαγωγή στον προαναφερόμενο φορέα και των προσώπων αυτών θα εξεταστεί σε δεύτερη φάση και αφού εξασφαλισθεί η ομαλή ένταξή τους στο φορέα αυτό».
Κατά τη γνώμη όμως της εισηγήτριας με την οποία συντάχθηκαν και η Πρόεδρος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, οι Σύμβουλοι Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Τσακανίκας, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Κωνσταντίνος Κρέπης, η εξαίρεση των αναφερόμενων στο άρθρο 4 παρ. 3 προσώπων από την υπαγωγή τους στον ΕΦΚΑ είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθόσον η απονομή σ’ αυτούς σύνταξης δεν συναρτάται κατά κανένα τρόπο με παροχή υπηρεσίας ή χρόνο ασφάλισης, με συνέπεια να μην είναι εφικτός ο κανονισμός σ’ αυτούς σύνταξης βάσει των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου.
Περαιτέρω κατά τη γνώμη της εισηγήτριας με την οποία συντάχθηκαν και οι Σύμβουλοι Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Δημήτριος Τσακανίκας, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Κωνσταντίνος Κρέπης, με τη μη πρόβλεψη ανωτάτου ορίου καταβολής σύνταξης για τους συνταξιούχους των ανωτέρω κατηγοριών τίθεται ζήτημα παράβασης της αρχής της ισότητας για τους λοιπούς συνταξιούχους του Δημοσίου οι οποίοι πλέον υπάγονται στον ΕΦΚΑ και η σύνταξή τους υπόκειται σε ανώτατο όριο, το οποίο αποτελεί ενιαία και γενική ρύθμιση για όλους. Αντίθετα για τους υπαγόμενους στην παρ. 3 η σύνταξή τους εξακολουθεί να καταβάλλεται χωρίς περιορισμό ανωτάτου ορίου.
Δ) Όσον αφορά στην παράγραφο 4
Η ρύθμιση κρίνεται συμβατή με τα άρθρα 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι στην κατ’ εξουσιοδότηση κοινή υπουργική απόφαση δεν θα περιέχονται ρυθμίσεις σχετικά με απονομή ή αύξηση συντάξεων, καθόσον τα ανωτέρω ζητήματα καθορίζονται υποχρεωτικά με νόμο και όχι με την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση.
Επί του άρθρου 6
Α) Όσον αφορά στην παράγραφο 1
α) Η διάταξη της παρ. 1 πρέπει να αναδιατυπωθεί ώστε να καταστεί σαφές αν το όριο του άρθρου 13 θα εφαρμοστεί κατά τον κανονισμό ή την καταβολή της σύνταξης. Σε κάθε περίπτωση ο κανονισμός ή η καταβολή μειωμένης σύνταξης στα πρόσωπα που θα συνταξιοδοτηθούν υπό το καθεστώς του π.δ. 169/2007 για το πριν από την ισχύ του νόμου χρονικό διάστημα θέτει ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, περιουσίας καθόσον αυτοί είχαν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο επαγωγής του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους, δηλαδή κατά το χρόνο συμπλήρωσης του προβλεπόμενου χρόνου πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας ή απομάκρυνσής τους από την υπηρεσία.
β) Ζήτημα προσβολής της περιουσίας τίθεται και στην παράγραφο 1β για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης, λαμβανομένου υπόψη ότι το όριο ηλικίας δεν συνιστά προϋπόθεση για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (ΕΣ ΙΙ Τμ. 5314/2015). Με την υπαγωγή τους στο καθεστώς του παρόντος νομοσχεδίου τα πρόσωπα αυτά στερούνται της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14 και της εκεί προβλεπόμενης προσωπικής διαφοράς.
Κατά τη γνώμη όμως των Αντιπροέδρων Φλωρεντίας Καλδή, Ιωάννη Σαρμά, Χρυσούλας Καραμαδούκη και Μαρίας Βλαχάκη και των Συμβούλων Μαρίας Αθανασοπούλου, Βιργινίας Σκεύη και Δημητρίου Τσακανίκα, η σχετική ρύθμιση ενέχει αοριστία και χρήζει διευκρινίσεων, καθόσον δεν προκύπτει με σαφήνεια ποιά πρόσωπα καταλαμβάνονται από τη διάταξη αυτή, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι γίνεται αναφορά στις «προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους», και όχι στη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου νομίμου ορίου ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
γ) Από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1γ πρέπει να διαγραφεί η φράση «έχουν αποχωρήσει» δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή αναφέρεται σε όσους αποχωρούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νομοσχεδίου. Σε αντίθετη περίπτωση εάν η διάταξη περιλαμβάνει όσους ήδη αποχώρησαν από την υπηρεσία μέσα στο 2016 πριν από την ισχύ του νόμου, τίθεται, ζήτημα προσβολής της περιουσίας τους, καθόσον γι’ αυτούς πρέπει να ισχύσουν οι ρυθμίσεις των άρθρων 13 και 14 του σχεδίου νόμου και όχι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου αυτού οι οποίες αποσκοπούν στην ομαλή μετάβαση όσων συνταξιοδοτούνται μέσα στο έτος 2016 στο νέο καθεστώς.
δ) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1δ είναι εσφαλμένο καθόσον δεν υφίσταται παρ. 2 α στο παρόν σχέδιο νόμου.
ε) Η παράγραφος 1 ε δεν έχει συνταξιοδοτικό περιεχόμενο.
Β) Στην παράγραφο 2 πρέπει να διευκρινιστούν οι έννοιες «ίδια αιτία» και «διαφορετική αιτία».
α) Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, η διαφοροποίηση με τις διατάξεις του άρθρου αυτού των συνταξιούχων ως προς το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης με βάση το τυχαίο γεγονός του χρόνου εξόδου τους από την υπηρεσία και η εξ αυτού και μόνον διαφοροποίησή τους και η δημιουργία δύο κατηγοριών συνταξιούχων (πριν και μετά το νόμο) ήτοι παλαιών και νέων συνταξιούχων, που με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, τον ίδιο βαθμό και μισθό ενεργείας να λαμβάνουν διαφορετικές συντάξεις, η διαφορά των οποίων μπορεί να φθάνει και στο 35%, αντίκειται στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των ομοίων και την αναλογική συνεισφορά στα δημοσιονομικά βάρη, αρχές που παραβιάζονται σαφώς με τις επίμαχες ρυθμίσεις που στηρίζουν την ως άνω διαφοροποίηση στο τυχαίο γεγονός του χρόνου εξόδου των υπαλλήλων και εν συνεχεία συνταξιούχων από την υπηρεσία.
β) Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Σταματίου Πουλή, οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 3, πέραν του ότι δεν προστατεύουν όσους έχουν ήδη θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα και απλώς συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, αντιστρατεύονται στους σκοπούς και επιδιώξεις του ασφαλιστικού συστήματος. Τούτο διότι δια της διαφορετικής μεταχειρίσεως είτε όσων αποχωρούν πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, είτε εντός του 2016 ή μεταγενεστέρως, δημιουργούν ισχυρά κίνητρα αποχώρησης των υπαλλήλων, που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα προκειμένου να προλάβουν να υπαχθούν στις ευνοϊκότερες διατάξεις του ήδη ισχύοντος συστήματος.
Επί του άρθρου 7
Α) Στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο χρήζει της εξής αναδιατυπώσεως: «Η μόνιμη διαμονή για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης αποδεικνύεται με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων χωρών».
Β) Όσον αφορά στην παράγραφο 4.
α) Η αναφορά στην παρ. 4 εδ. 2 στο άρθρο 3 παρ. 1α, είναι εσφαλμένη ενόψει του ότι το άρθρο 3 αναφέρεται στο Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας.
β) Η πρόβλεψη στην ίδια παράγραφο 4 καταβολής του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης μόνο για τους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω κρίνεται αδικαιολόγητη, ενόψει και του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον και η αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω συνιστά ήδη μια ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση και είναι ανάλογη ολικής ανικανότητας.
Επί του άρθρου 8
Στην παράγραφο 4
α) Η φράση «προσαρτάται στο τέλος της παραγράφου αυτής» πρέπει να αντικατασταθεί με τη φράση «προσαρτάται στην παράγραφο αυτή».
β) Η επιλογή των προβλεπόμενων ποσοστών αναπλήρωσης δεν τεκμηριώνεται με βάση ειδικές αναλογιστικές μελέτες, καθόσον πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη μιας δίκαιης αναλογίας μεταξύ μισθού ενεργείας και ύψους της σύνταξης.
Κατά τη γνώμη όμως της εισηγήτριας, ενόψει της πλήρους αποσύνδεσης αποδοχών ενεργείας και σύνταξης και προσδιορισμού του ύψους της σύνταξης μόνο σε συνάρτηση εισφορών και χρόνου ασφάλισης, η μη ύπαρξη πλέον απόλυτα δίκαιης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης δεν δημιουργεί αντίθεση σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Δ) Στην παρ. 6 η αναφορά στην περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6 είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση. Σημειώνεται επίσης ότι με την υπαγωγή των προσώπων αυτών, τα οποία είχαν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης βάσει του π.δ. 169/2007, στις ρυθμίσεις του παρόντος νομοσχεδίου τίθεται ζήτημα προσβολής της περιουσίας τους και λόγω μη εφαρμογής σ’ αυτά των διατάξεων του άρθρου 55 παρ. 5 του π.δ. 169/2007.
Επί του άρθρου 10
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, με τις οποίες ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής του επιδόματος τέκνων και οικογενειακής παροχής σε όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν με βάση τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου καθώς και σε όσους από τα πρόσωπα της παρ. 1α του άρθρου 4 αποχωρούν από την υπηρεσία τους και υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νομοσχεδίου, κρίνονται δικαιολογημένες, καθόσον θεσπίζονται προς εναρμόνιση με τα ισχύοντα στο άρθρο πρώτο, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ2 του ν. 4093/2012 και στο άρθρο 40 του ν. 4141/2013. Επισημαίνεται, όμως, ότι στην παρ. 2 δεν ορίζεται το νομοθετικό καθεστώς που θα διέπει τον τρόπο καταβολής της οικογενειακής παροχής (συζύγου και τέκνων) σε όσους έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του νομοσχεδίου αυτού, και επιβάλλεται, για την αποφυγή ερμηνευτικών προβλημάτων, να οριστεί.
Επί του άρθρου 11
Η διάταξη της παρ. 1, ενόψει των αναφερομένων στην αιτιολογική έκθεση, κρίνεται δικαιολογημένη επισημαίνοντας ότι πρέπει να απαλειφθεί η διάταξη του τελευταίου εδαφίου, ενώ η διάταξη της παρ. 2 δεν έχει συνταξιοδοτικό περιεχόμενο και εκφεύγει της κατά το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Επί του άρθρου 12
Οι διατάξεις του άρθρου 12, πλην της παρ. 6 η οποία δεν έχει συνταξιοδοτικό περιεχόμενο, κρίνονται δικαιολογημένες με εξαίρεση τα κάτωθι αναφερόμενα :
1) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, όπως έχει διατυπωθεί, περιορίζει το εύρος των ρυθμίσεων του ανωτέρω άρθρου μόνο στους δικαιούχους που αντλούν δικαίωμα σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου και έρχεται σε αντίθεση με όσα διαλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση αναφορικά με το σκοπό της διάταξης να εισαχθούν ενιαίοι κανόνες ως προς το θέμα αυτό για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης.
2) Η διάταξη της παρ. 1Α χρήζει επαναδιατύπωσης, με τη θέσπιση συναφών και πρόσφορων κριτηρίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος στον επιζώντα σύζυγο λόγω θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου του, δεδομένου ότι υπό τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μόνο το ηλικιακό κριτήριο δεν φαίνεται να συνάδει με το αντικείμενο της εξεταζόμενης ρύθμισης.
3) Η διάταξη της παρ. 1Β χρήζει συμπλήρωσης αφενός με την προσθήκη σε αυτήν του κριτηρίου της αγαμίας για τα τέκνα του θανόντος συνταξιούχου ή ασφαλισμένου που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, αφετέρου με τον καθορισμό του ελάχιστου ποσοστού ανικανότητας, άνω των οποίου θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης.
4) Επιβάλλεται η αντικατάσταση στην παρ. 2 περ. α΄ της φράσης «εργατικό ατύχημα» και «ατύχημα εκτός εργασίας», καθώς δεν προσιδιάζουν με τις διατάξεις που διέπουν το υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων και όσων εξομοιώνονται με αυτούς.
5) Στην παρ. 3 προτείνεται η αντικατάσταση της λέξης «καταργείται» με τη φράση «παύει να υφίσταται»
6) Οι διατάξεις της παρ. 4Α περ. α΄ περιλαμβάνουν ρυθμίσεις ομοίου περιεχομένου με εκείνες του άρθρου 2 παρ. 5 στοιχ. γ΄ του ν. 4002/2011 και κατά το μέρος που με αυτές τίθενται περιορισμοί (μειώσεις) στο ποσό της σύνταξης που χορηγείται λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο, συνδεόμενοι με τη διαφορά ηλικίας των συζύγων, ενδέχεται να εγείρουν ζήτημα αντίθεσής τους με τα άρθρα 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας και 4 παρ. 1 του Συντάγματος περί ισότητας (βλ. και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 1ης Ειδ. Συν./14.7.2011).
7) Περαιτέρω, τα προβλεπόμενα στις παρ. 4Α περ. α΄ και γ΄ και 5 περ. β΄ ποσοστά σύνταξης, που δικαιούται ο επιζών σύζυγος ή τα τέκνα του θανόντος συνταξιούχου ή ασφαλισμένου (50% και 25% αντίστοιχα ή 25% και 50% για ορφανό τέκνο και από τους δύο γονείς αναλόγως αν δικαιούται σύνταξης από τον ένα ή και τους δύο γονείς), επιφέρουν υπέρμετρη μείωση στη σύνταξη των προσώπων αυτών σε σχέση με το ποσό της σύνταξης που δικαιούνται κατ’ εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων στο π.δ. 169/2007. Τούτο δε, ενόψει και της προβλεπόμενης στην παρ. 4Γ εδ. β΄ του νομοσχεδίου απαγόρευσης προσαύξησης των ποσοστών αυτών, όταν δεν υφίσταται άλλο συνδικαιούχο πρόσωπο που συμμετέχει στη μεταβιβασθείσα σύνταξη ή όταν παύει να υφίσταται το δικαίωμα ορισμένων εκ των συνδικαιούχων της ανωτέρω σύνταξης, ενδέχεται να εγείρει σοβαρό ζήτημα παραβίασης της κατοχυρωμένης στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος προστασίας της οικογένειας και του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανθρώπου.
7) Η διάταξη της παρ. 4Γ εδ. α΄ χρήζει συνολικής αναδιατύπωσης ενόψει των διαλαμβανομένων στην προηγούμενη υπ’ αριθμ. 6 παρατήρηση.
Επί του άρθρου 13
1) Οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού φέρονται, κατά την αιτιολογική έκθεση, να αποσκοπούν στην οικονομική εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος και την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων εντός του συστήματος αυτού ούτως ώστε να αποφεύγεται η περαιτέρω επιβάρυνση των δικαιούχων χαμηλών συντάξεων και να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Ελλείψει, όμως, ειδικής αναλογιστικής μελέτης, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα και η προσφορότητα του περιορισμού που εισάγεται με τις εν λόγω ρυθμίσεις. Πολύ περισσότερο που πρόκειται κατ’ ουσίαν για οριζόντια περικοπή συντάξεων άνω ορισμένου ποσού χωρίς την συνεκτίμηση άλλων κριτηρίων όπως λ.χ. η διάρκεια του εργασιακού βίου.
2) Ανεξαρτήτως δε της ανωτέρω θέσης, η έννοια της «ατομικής» μηνιαίας σύνταξης, που αναφέρεται στη διάταξη του εδ. α΄ της παρ. 1, δεν προσδιορίζεται στις διατάξεις του νομοσχεδίου ούτε στην αιτιολογική έκθεση. Ως εκ τούτου προτείνεται, για την αποφυγή παρερμηνειών, η διαγραφή στη διάταξη του εδ. α΄ της παρ. 1, της λέξης «ατομικής», διατηρουμένης κατά τα λοιπά ως έχει της ως άνω διάταξης. Ομοίως, στην παρ. 2, επιβάλλεται να διευκρινιστεί αφενός αν η έννοια «του καθαρού ποσού των συντάξεων», που λαμβάνουν τα ανωτέρω πρόσωπα, ταυτίζεται με το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης, το οποίο, σύμφωνα με το β΄ εδάφιο της παρ. 1, λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του προβλεπόμενου στην διάταξη αυτή ανωτάτου ορίου, αφετέρου αν το θεσπιζόμενο στην ως άνω παρ. 2 ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης θα εξακολουθεί να ισχύει και μετά την 31.12.2018.
Επί των άρθρων 17, 18 και 19
Οι ρυθμίσεις των ως άνω άρθρων, ενόψει της διατύπωσής τους κατά τρόπο που προσιδιάζει σε ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο γνωμοδότησης.
Ειδικώς ως προς τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 11 του άρθρου 19, η οποία προβλέπει ότι η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επισημαίνεται ότι, ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της σχετικής αρμοδιότητας του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ Συντ.), η θέσπισή της είναι περιττή. Σε κάθε περίπτωση, δοθέντος ότι συνιστά αυτοτελή ρύθμιση, θα έπρεπε να ενταχθεί σε ιδιαίτερο άρθρο του παρόντος νομοσχεδίου.
Επί του άρθρου 20
Η ρύθμιση της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου, σύμφωνα με την οποία στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι απασχολούνται εκτός των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, οι ακαθάριστες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60%, ενδέχεται να εγείρει ζήτημα συμβατότητας με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Κατά την ειδικότερη παρατήρηση του Συμβούλου Σταματίου Πουλή, οι κυρώσεις που θεσπίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προβλέπεται ο καταλογισμός του συνταξιούχου απλώς με το ποσό «που έπρεπε να του παρακρατηθεί» δεν λειτουργεί αποτρεπτικά στο να δηλώνεται από τον συνταξιούχο η τυχόν ανάληψη δεύτερης εργασίας.
Επισημαίνεται ότι στην παρ. 7 η φράση «του προηγούμενου εδαφίου» πρέπει να αντικατασταθεί με τη φράση «της προηγούμενης παραγράφου».
Επί του άρθρου 21
Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού η φράση «των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 6» χρήζει αναδιατύπωσης ως εξής: «των προσώπων της παρ. 1α του άρθρου 4».
Οι διατάξεις των δεύτερου και τρίτου εδαφίων του άρθρου αυτού, πέραν του ότι παρέχουν όλως γενική και αόριστη νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και, ως εκ τούτου, τίθεται ζήτημα συμβατότητας αυτών με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, στερούνται αντικειμένου, καθόσον, ενόψει του περιεχομένου της παρεχόμενης με αυτές εξουσιοδότησης, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής σε ασφαλισμένους του Δημοσίου.