H επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, μαζί με ομάδα επιχειρηματιών αναδεικνύει μια δυναμική επενδυτικού ενδιαφέροντος κι αν τη συνδυάσει κανείς με τη διστακτική αλλά πάντως ικανοποιητική εισροή κεφαλαίων στη χώρα και φυσικά με την ελπίδα ανάκαμψης, την προώθηση μεταρρυθμίσεων, τη μείωση των τιμών παραγωγικών συντελεστών συνεπεία της κρίσης αλλά και τα περίπου 3 δισ. ευρώ που έρχονται μέσω του προγράμματος διάσωσης, μπορεί να διακινδυνεύσει το συμπέρασμα πως η Ελλάδα αναδεικνύεται σε ένα σύγχρονο Ελντοράντο.
Θεσμικοί επενδυτές αλλά και ιδιώτες εμφανίζονται αποφασισμένοι να τοποθετηθούν επενδυτικά στη χώρα μας και προχωρούν σε deals σε τομείς όπως η ενέργεια, οι τράπεζες, ο τουρισμός, η ναυτιλία, το real estate, τα logistics, οι κατασκευές αλλά και σε εξωστρεφείς ομίλους.
Η μεγάλη πρόκληση είναι αναμφισβήτητα τα 3 δισ. ευρώ που θα φθάσουν στην Ελλάδα, θα αλλάξουν τα δεδομένα και θα ανοίξουν ένα πεδίο ανταγωνισμού στον τομέα των επενδύσεων. Παρά την έντονη οικονομική κρίση, την οποία διέρχεται η Ελλάδα από το 2010, οι επιδόσεις της στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων ήταν αρκετά ικανοποιητικές κατά το 2014, με τις συνολικές (ακαθάριστες) εισροές κεφαλαίων να ανέρχονται σε 2,6 δισ. ευρώ, ενώ οι καθαρές εισροές έφθασαν τα 1,6 δισ. ευρώ.
Οι Αμερικανοί επενδυτές ποντάρουν σε μεγάλο οικονομικό και γεωπολιτικό comeback της Ελλάδας, θεωρώντας ότι η θέση της χώρας στην περιοχή αναβαθμίζεται ταχύτατα, εξαιτίας της ευρύτερης και βαθιάς πολιτικής αναταραχής στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Τουρκία, τη Συρία και την Αίγυπτο, σύμφωνα με το αναλυτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας “Έθνος της Κυριακής”. Διακρίνουν επίσης σημαντικότατες ευκαιρίες στην ανάδειξη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, που τη θεωρούν ως βιώσιμη εναλλακτική ενεργειακή πηγή της Ευρώπης.
Μάλιστα, αργής γενομένης από την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης, καταγράφηκε «αμερικανική επενδυτική μανία», που αποδόθηκε στις προσδοκίες ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας, την αναβάθμιση της χώρας σε πύλη της Ευρώπης, την εμφάνιση του -περίφημου- πρωτογενούς πλεονάσματος και αναμφισβήτητα στη συμβολή πολλών μέσων ενημέρωσης για την αποτύπωση του θετικού κλίματος.
Χαρακτηριστικό ήταν πριν από λίγες μέρες το άνοιγμα της Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιας επί ευρωπαϊκών και ευρασιατικών υποθέσεων, μετά τη συνάντησή της με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά.
Στάθηκε στον ρόλο που μπορεί να παίξει η Ελλάδα στο θέμα της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας, τονίζοντας ότι στον τομέα αυτόν υπάρχουν τεράστιες ευκαιρίες ανάπτυξης για την Ευρώπη και ειδικά για τη χώρα μας. Είπε επίσης πως οι «αμερικανικές εταιρείες ανυπομονούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και πως η ελληνική οικονομία μπορεί να προσελκύσει ακόμη περισσότερες».
Όχι τυχαία, σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι συνολικές (ακαθάριστες) εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, που στην ουσία αντικατοπτρίζουν την πραγματική επίδοση της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων, σημείωσαν το 2014 μια μείωση σε σχέση με το 2013, κατά 24,4%. Ωστόσο σε σχέση με το έτος 2012 παραμένουν αυξημένες κατά 30,7%.
Η προοπτική λοιπόν για ξένες άμεσες επενδύσεις ανοίγει, καθώς η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων και η μείωση των τιμών στην αξία της γης, των κεφαλαίων και της εργασίας, που είχε ως συνέπεια η οικονομική κρίση στη χώρα, δημιουργούν αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες.
Επίσης η προβλεπόμενη αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας καθώς και του φυσικού πλούτου αναμένεται να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το επενδυτικό πλαίσιο. Ούτως ή άλλως, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (γεωπολιτικά, κλιματολογικά, ιστορικά κλπ.) που ευνοούν τις επενδύσεις σε πολλούς κλάδους, προφανώς δεν εθίγησαν από την οικονομική κρίση και κατά συνέπεια προσφέρονται για αξιοποίηση. Αυτό που στις παρέες λέμε, για «τη χώρα που μπορεί να πουλάει τον ήλιο της», έχει προφανώς αντίκρισμα σε τομείς και πέρα από τον τουρισμό.
Από το βήμα του συνεδρίου της Prodexpo, στελέχη του επιχειρηματικού κλάδου επεσήμαναν ότι «η Ελλάδα διατηρεί παρά την κρίση το συγκριτικό πλεονέκτημα της στρατηγικής της θέσης» και υπογράμμισαν πως για παράδειγμα, οι τουριστικές όπως και οι εξοχικές κατοικίες, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιλογών ξένων επενδυτών.
Με την εκτίμηση ότι το 2020 η Ελλάδα μπορεί να πετύχει αφίξεις 30 εκατομμυρίων τουριστών και έσοδα 20 δισ. ευρώ, αναδεικνύεται σε πολύ σημαντικό κίνητρο για τους επενδυτές το γεγονός ότι οι αποδόσεις των ακινήτων στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερες από το εξωτερικό. Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα σε σχετικό forum, «ένα ακίνητο στη Μύκονο έχει απόδοση επένδυσης 7,4%, όταν στην Ιμπιζα το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο μισό».
120 εταιρείες
Ταυτόχρονα, με αφορμή την επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, στην Ελλάδα, το Ελληνογαλλικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, τόνισε σε ανακοίνωσή του την προσδοκία για «ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των γαλλικών επιχειρήσεων και δημιουργία νέων επενδύσεων και συνεργασιών με την Ελλάδα».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «σε αυτή την κρίσιμη περίοδο της ελληνικής οικονομίας, είναι σημαντικό να επισημανθούν οι άρρηκτες επιχειρηματικές σχέσεις των δύο χωρών», συμπληρώνοντας πως πρέπει να ληφθεί υπόψη η παρουσία «120 γαλλικών εταιρειών στην Ελλάδα σε τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, η ενέργεια, οι κατασκευές, η διανομή, τα φαρμακευτικά προϊόντα κ.ά., καθώς και των υπολοίπων 350 μελών του Ελληνογαλλικού Επιμελητηρίου που συνεργάζονται άμεσα ή έμμεσα με τη Γαλλία». Το διμερές εμπόριο Ελλάδας – Γαλλίας ανέρχεται περίπου στα 3 δισ. ευρώ.
Στις χώρες με την ισχυρότερη επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγονται «κλασικές» χώρες εξαγωγής κεφαλαίου, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, ενώ αξιόλογη παρουσία έχουν η Κύπρος, οι ΗΠΑ και η Ελβετία. Η επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα προέρχεται κατά κύριο λόγο από εταιρείες σημαντικών αγορών, όπως της ΕΕ.
Η Γερμανία παραμένει η πρώτη χώρα προέλευσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, τόσο κατά την περίοδο 2003-2008 όσο και κατά την περίοδο 2009-2014. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου 2003-2008 τη δεύτερη θέση στις χώρες που επένδυσαν στην Ελλάδα καταλαμβάνει η Βρετανία και την τρίτη η Γαλλία, με μεγάλη διαφορά όμως με το ποσοστό της Γερμανίας (λόγω βασικά της επένδυσης της Deutche Telecom στον ΟΤΕ). Κατά τη δεύτερη περίoδο η Γαλλία καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με μικρή διαφορά από τη Γερμανία και ακολουθούν οι ΗΠΑ (που έχουν σημαντικά αυξήσει την επενδυτική τους παρουσία συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο), η Βρετανία, η Κύπρος και η Ελβετία.
Κι ενώ μεσούσης της κρίσης ήταν εμφανής ο περιορισμός των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), τώρα εμφανίζονται ελπιδοφόρες προοπτικές για προσέλκυση ΞΑΕ από τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τις αραβικές χώρες και την Ασία, ιδιαίτερα δε την Κίνα, που ενδιαφέρονται κυρίως για τους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του τουρισμού, των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το ρεπορτάζ του BBC
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του δικτύου BBC, η Κίνα ήδη από το 2013 είναι από τις χώρες που προσπαθούν μανιωδώς να αποκτήσουν επενδυτικά «πατήματα» στην Ελλάδα. Άλλωστε, με δεδομένο ότι δυτικές επιχειρήσεις είναι ακόμη επιφυλακτικές για επενδύσεις σε μια χώρα με υψηλό χρέος και προβλήματα στη διαχείρισή του, το πεδίο είναι σαφώς ελεύθερο στις αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής, οι οποίες τώρα «καλοβλέπουν την Ελλάδα ως πάτημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όρους που είναι ενδιαφέροντες».
Αντικίνητρα προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα μας, όπως η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η συχνή αλλαγή φορολογικού καθεστώτος, ασφαλώς αποτελούν τροχοπέδη στη δημιουργία του κατάλληλου κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και επενδυτικού κλίματος για την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Ωστόσο καταβάλλονται προσπάθειες, επικοινωνιακές και ουσιαστικές ώστε να αλλάξει το κλίμα και να καλλιεργηθεί η εμπιστοσύνη.
Κοντολογίς, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκυρία, όπου η ισορροπημένη διαπραγμάτευση με τους δανειστές δεν θα δώσει απλώς μια ανάσα στον σκληρά δοκιμαζόμενο πολίτη, αλλά συγχρόνως θα άρει και τα κυριότερα εμπόδια που τρέφουν τους τελευταίους δισταγμούς των επενδυτών, ώστε να ξεκινήσει μια επενδυτική πλημμυρίδα που μόνο θετικά αποτελέσματα θα έχει για την ελληνική οικονομία.
- Οι εταιρείες μας ανυπομονούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, δήλωσε πρόσφατα η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδια επί ευρωπαϊκών και ευρασιατικών υποθέσεων.
- Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα σε σχετικό forum, «ένα ακίνητο στη Μύκονο έχει απόδοση επένδυσης 7,4%, όταν στην Ίμπιζα το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο μισό».
- Παρά την έντονη οικονομική κρίση, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων ήταν αρκετά ικανοποιητική κατά το 2014, με τις συνολικές (ακαθάριστες) εισροές κεφαλαίων να ανέρχονται σε 2,6 δισ. ευρώ ενώ οι καθαρές εισροές έφθασαν τα 1,6 δισ. ευρώ.