Το sell-off που σημειώθηκε προ δυο εβδομάδων στις παγκόσμιες αγορές λόγω της κατάρρευσης των τιμών των εμπορευμάτων έχει θέσει σε συναγερμό για μια ακόμα φορά τις ρυθμιστικές αρχές του κόσμου, που ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι μετά από 12 μήνες διαρκών αναταράξεων, το επόμενο «σοκ» στην αγορά μπορεί να είναι πολύ μεγάλο για να το διαχειριστούν, όπως γράφει στο Reuters ο Jamie McGeever.
Το 2015 μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται η χρονιά με την μεγαλύτερη μεταβλητότητα για τις αγορές, από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, σύμφωνα με αναλυτές της State Street Global Advisors.
Τόσο η Τράπεζα της Αγγλίας όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσαν εκθέσεις χρηματοοικονομικής σταθερότητας, στις οποίες απηχούνται οι ανησυχίες τις BIS ότι τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια πυροδοτούν την αστάθεια στην αγορά και τις στρεβλώσεις.
Η προειδοποίηση αυτή επανήλθε στο προσκήνιο προ δεκαπενθημέρου, όταν τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν για την απότομη πτώση στα κέρδη των κινεζικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, πυροδότησαν νέο ξεπούλημα στις παγκόσμιες χρηματαγορές και στα εμπορεύματα, με την μετοχή της Glecnore μάλιστα να καταγράφει πτώση 30%.
Οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε δύσκολη θέση: έχουν αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας από το 2008, όμως την ίδια ώρα κινδυνεύουν να αποσταθεροποιήσουν τις αγορές λόγω της τόσο επιφυλακτικής στάσης που τηρούν οι επενδυτές εν όψει της πιθανής αύξησης επιτοκίων.
Εν τω μεταξύ, οι νέοι κανονισμοί που αναγκάζουν τις τράπεζες να διακρατούν περισσότερα κεφάλαια, να μειώσουν την ανάληψη ρίσκου και να περιορίσουν τις δραστηριότητες market-making, περιορίζουν τη ρευστότητα στις αγορές σταθερού εισοδήματος, εκθέτοντάς τες σε μεγαλύτερη εξάρθρωση, σύμφωνα με το άρθρο του McGeever, το οποίο αναμεταδίδει το euro2day. Τα αμερικανικά ομόλογα τον περυσινό Οκτώβριο, το ελβετικό φράγκο φέτος τον Ιανουάριο και τα γερμανικά ομόλογα τον Απρίλιο βρέθηκαν στο επίκεντρο αναταράξεων που επηρέασαν όλες τις αγορές του κόσμου, διήρκεσαν όμως μόλις μια ή δυο ημέρες.
Η αναταραχή της 24ης Αυγούστου, που προκλήθηκε από τις ανησυχίες για την Κίνα και οδήγησε σε «βουτιά» 1.000 μονάδων τον Dow Jones μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, επίσης είχε μικρή διάρκεια.
Ο κίνδυνος ενός πιο μακροχρόνιου σοκ
Τι θα συμβεί όμως αν το επόμενο σοκ έχει μεγαλύτερη διάρκεια;
«Η ερώτηση-κλειδί δεν είναι τόσο αν οι αγορές θα κινηθούν ανοδικά ή πτωτικά. Το θέμα είναι η έκταση στην οποία το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να απορροφήσει τέτοιες κινήσεις, να επουλώσει τις πληγές του και να ανακάμψει», σύμφωνα με τον Robert Jenkins, Senior Fellow της Better Markets και πρώην μέλος της Επιτροπής Χρηματοοικονομικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας.
«Επτά χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman, το τραπεζικό σύστημα παραμένει υπερβολικά ‘μοχλευμένο’ και οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών συνεχίζουν να ωθούν τους αποταμιευτές να αναλαμβάνουν ρίσκα τα οποία δεν είναι σωστά εφοδιασμένοι για να τα λάβουν».
Η έρευνα της State Street Global Advisors για τις αποδόσεις μεγάλων δεικτών μετοχών και ομολόγων δείχνει ότι το 2015 υπήρξαν 42 ιδιαίτερα ταραγμένες ημέρες, έναντι μόλις 11 ημερών πέρυσι και 94 το 2008.
Οι αναταραχές είναι ακόμα μεγαλύτερες στην αγορά ξένου συναλλάγματος, με μια πρωτοφανή αστάθεια να καταγράφεται στα νομίσματα ορισμένων αναδυόμενων αγορών. Για παράδειγμα, το ρεαλ της Βραζιλίας έχασε το ένα τέταρτο της αξίας του μέσα σε δυο μήνες, προτού εκτιναχθεί κατά 6% στις 24 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την State Street, υπήρξαν 73 «εξαιρετικά ασταθείς» ημέρες στο ξένο συνάλλαγμα από την αρχή του έτους, αριθμός υπερδιπλάσιος έναντι του 2014. Το 2008 είχαν καταγραφεί 104 τέτοιες ημέρες.
Η Τράπεζα της Αγγλίας δήλωσε πρόσφατα πως η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος βελτιώνεται, όμως τα πτωτικά ρίσκα έχουν αυξηθεί. Την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο Συστημικού Ρίσκου της ΕΕ έλεγε πως τα χαμηλά επιτόκια παγκοσμίως και τα risk premia ήταν «ένας κοινός παράγοντας για πού οδηγεί την τρέχουσα κατάσταση σε ότι αφορά το ρίσκο».
Η Fed μέρος του προβλήματος
Η Federal Reserve δημιούργησε άλλο ένα κύμα αβεβαιότητας αυτόν τον μήνα –εκούσια ή ακούσια- όταν αποφάσισε να μην αυξήσει τα επιτόκιά της για πρώτη φορά από το 2006.
«Λόγω της αστάθειας, έκαναν πίσω», σχολιάζει ο Michael Metcalfe, αναλυτής της State Street Global Advisors.
Το να μαντέψει κανείς τις κινήσεις της Fed έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο και πολλοί παρατηρητές λένε πως, επειδή έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, συμβάλει στο πρόβλημα.
Ο πρόεδρος της Fed της Νέας Υόρκης, William Dudley, είπε τον Μάιο του περασμένου έτους πως αισθάνεται νευρικότητα διότι οι επενδυτές είναι υπερβολικά εφησυχασμένοι με την ασυνήθιστα χαμηλή μεταβλητότητα, και σπέρνουν ενδεχομένως τους σπόρους για διασπαστικές κινήσεις στην αγορά.
Αν η διολίσθηση της αγοράς εξελιχθεί σε χιονοστιβάδα, τότε η Fed και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα είναι λιγότερο εξοπλισμένες για να «σώσουν τη μέρα», επειδή τα επιτόκια είναι ήδη κοντά στο μηδέν και οι ισολογισμοί έχουν «παραφουσκώσει» με τις αγορές ομολόγων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων, στο πλαίσιο των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.