Οι παράγοντες της αγοράς περιμένουν με ενδιαφέρον το περιεχόμενο των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης, καθώς από αυτές θα έχουμε μια πρώτη γεύση της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής που θα ασκηθεί. Πιο σημαντικό, όμως, από το περιεχόμενο των προγραμματικών δηλώσεων, είναι η ουσιαστική εφαρμογή μιας πολιτικής που θα σταθεροποιήσει γρήγορα το κλίμα στην οικονομία και θα φέρει επενδύσεις στη χώρα. Και όσο κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις γύρω από το κατά πόσον μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο από «μία κυβέρνηση της αριστεράς», όλοι αναγνωρίζουν πως ο Πρωθυπουργός έχει δύο σημαντικά χαρτιά στα χέρια του.
Λίγο πριν από τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, η αγορά ζητά πειστικά δείγματα γραφής. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, υπενθύμισε πως η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο από τον ιδιωτικό τομέα και πως κάτω από προϋποθέσεις θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με το αναλυτικό ρεπορτάζ του euro2day. Ωστόσο, όλοι καταλαβαίνουν ότι λέγοντας αυτό, ο κ. Φέσσας ήθελε να εστιάσει στις… προϋποθέσεις, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση παράγοντα της αγοράς, ο οποίος μιλώντας στο Euro2day.gr ανέφερε: «Είναι μεγάλο λάθος να θεωρηθεί ότι, επειδή ψηφίστηκε το τρίτο Μνημόνιο και επειδή θα έρθουν και κάποιοι παρεπόμενοι νόμοι, όποιος και αν κυβερνά τον τόπο είναι το ίδιο πράγμα. Η ανάπτυξη που ελπίζουμε να έρθει στην οικονομία δεν θα προέλθει από τους φόρους, αλλά από το πόσο γρήγορα θα προχωρήσουμε σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και από το πόσο πολλές επενδύσεις θα προσελκύσουμε στη χώρα από το εξωτερικό.
Υπάρχει όμως ακόμη ένα αποφασιστικό πεδίο. Να ολοκληρωθεί άμεσα η διαδικασία επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και στη συνέχεια να γίνει ένας γρήγορος και αποφασιστικός χειρισμός των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων. Σε όσους υγιείς και συνεπείς επιχειρηματίες γονάτισαν από την κρίση, να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία μέσα από αναδιαρθρώσεις δανείων και από λογικά κουρέματα υποχρεώσεων. Οι άλλοι όμως θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, φέρνοντας τα λεφτά τους από το εξωτερικό, αν θέλουν να σώσουν τις εταιρείες τους».
Άλλο στέλεχος της αγοράς πιστεύει πως η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δείξει μια άλλη στάση από εκείνη που έδειχνε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση ή ακόμη και κατά τους επτά μήνες που έχει ήδη κυβερνήσει τη χώρα το 2015:
«Από τις συνεχείς διαμαρτυρίες και καταγγελίες, θα πρέπει να περάσει σε μια στάση που θα επιλύει τα προβλήματα και θα επιταχύνει τις διαδικασίες για να έρθουν σοβαρές επενδύσεις στη χώρα και μάλιστα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Από αρνητές επενδύσεων, θα πρέπει να γίνουν πωλητές επενδύσεων! Όσο πάντως κι αν αυτό φαίνεται δύσκολο, υπάρχουν δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα που τα έχουν εντοπίσει όλοι οι άνθρωποι της αγοράς. Η νέα κυβέρνηση, πρώτον, έχει τη δυναμική να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τη διαπλοκή κράτους-επιχειρηματιών, καθώς και τη φοροδιαφυγή και, δεύτερον, έχει την πολυτέλεια να παίρνει σκληρές αποφάσεις που δεν θα μπορούσαν να περάσουν λόγω αντιδράσεων επί προηγούμενων κυβερνήσεων».
Οι άμεσες υποχρεώσεις
Αναμφίβολα, η νέα κυβέρνηση δεν έχει ούτε μία μέρα για χάσιμο, καθώς ο αριθμός των καυτών προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες είναι πολύ μεγάλος:
– Η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους και το πώς θα γίνει τελικά αυτό, θα επηρεάσει τόσο το δημόσιο χρέος όσο και τις γενικότερες προοπτικές του ελληνικού χρηματιστηρίου (μεγάλο ύψος αυξήσεων κεφαλαίου που θα καλυφθούν από κοινοτικά κεφάλαια, θα ισοπεδώσει τις επενδύσεις κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων επενδυτών και, φυσικά, πολλών ξένων).
– Το θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εξέλιξη πολύ σημαντική όχι μόνο για το πόσο γρήγορα μπορεί να ανακάμψει η οικονομία, αλλά και για το ιδιοκτησιακό μέλλον πάρα πολλών μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας.
– Η προσπάθεια απορρόφησης των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, καθώς λόγω καθυστερήσεων κινδυνεύουν να χαθούν ποσά της τάξεως των 2-3 δισ. ευρώ, τα οποία τελικά, αν εισπραχθούν, θα αποτελέσουν τονωτική ένεση για την ελληνική οικονομία.
– Η ψήφιση του νέου ασφαλιστικού συστήματος μέσα στον τρέχοντα μήνα. Το περιεχόμενο του νέου πλαισίου (αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού) αναμένεται να είναι σε θέση να σταθεροποιήσει την κατάσταση στο σύστημα και να δημιουργήσει τις προσδοκίες ότι σε βάθος χρόνος η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από τις συντάξεις θα κυμαίνεται σε χαμηλότερα (ή «λογικότερα» ή «βιώσιμα») επίπεδα.
– Η ψήφιση του ασφαλιστικού σε συνδυασμό με την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και κάποια ρύθμιση-ελάφρυνση του δημοσίου χρέους που θα μπορούσε να συμφωνηθεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016, θα δημιουργούσαν συνθήκες μακρόχρονης σταθερότητας στα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας και στην οικονομία γενικότερα.
Το μεγάλο στοίχημα
Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, που θα πρέπει να κερδηθεί, σύμφωνα με τους επιχειρηματίες -και όχι μόνο- είναι αυτό της προσέλκυσης μεγάλων επενδύσεων.
Ενδεικτικά είναι τα όσα αναφέρονται με έμφαση στο πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ: «Δεδομένης της ανεπάρκειας των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων, απαιτείται μαζική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Μόνο και μόνο για να διατηρήσουμε το σημερινό επίπεδο ευημερίας, τα επόμενα επτά χρόνια χρειαζόμαστε επιπλέον επενδύσεις 105 δισ. ευρώ, όταν το πακέτο Γιούνκερ (που είναι ζήτημα αν τα μισά αφορούν σε επενδύσεις) δεν υπερβαίνει τα 35 δισ. ευρώ κατά την ίδια περίοδο. Και αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας, θα πρέπει οι επενδύσεις να είναι κατά πολύ μεγαλύτερες».
Σύμφωνα επίσης με παράγοντες της αγοράς, βασικό κριτήριο για να έρθουν αυτές οι επενδύσεις είναι το κλίμα που θα δημιουργήσει η νέα κυβέρνηση και ειδικότερα η εντύπωση πως οι υπουργοί και τα επιτελεία τους θέλουν να αντιμετωπίζουν γρήγορα τα όποια προβλήματα υπάρχουν και μάλιστα με επιτυχία.
Ήδη ένα κλίμα αμφισβήτησης των κυβερνητικών προθέσεων εκφράστηκε και από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, κ. Μπιλ Κλίντον, κατά τη συζήτηση που είχε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, καθώς και από άλλους παράγοντες κατά τις συναντήσεις που είχε ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του στη Νέα Υόρκη. Ενισχυτικό στοιχείο αυτού του κλίματος είναι οι κατά καιρούς διαφωνίες και δηλώσεις αξιωματούχων και παραγόντων για θέματα ιδιωτικοποιήσεων ή και άλλων μνημονιακών υποχρεώσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί.
Για την αγορά, δηλαδή, το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι μόνο το περιεχόμενο του κυβερνητικού προγράμματος που θα ψηφιστεί από τη Βουλή (ενίοτε αυτό περιορίζεται σε θεωρητικές εξαγγελίες ή και σε στόχους που ξεχνιούνται από την επόμενη κιόλας ημέρα), αλλά κυρίως η πολιτική βούληση που θα εκφραστεί στην πράξη.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «το παιχνίδι της οικονομίας μπορεί να γυρίσει από την επόμενη άνοιξη, στον βαθμό που η κυβέρνηση καταφέρει να σταθεροποιήσει την κατάσταση και να πείσει για τις προθέσεις της. Μπορεί να πολεμήσει τη φοροδιαφυγή και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, μπορεί επίσης να πλήξει τη διαφθορά και πολύ καλά θα κάνει. Το βασικό ωστόσο είναι να πείσει τους επενδυτές ότι τελικά θα έχουν ένα σταθερό περιβάλλον και πως δεν θα χάσουν τα λεφτά τους».