Ο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ σε συνέντευξη του δήλωσε πως “ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν πιστεύει πως η τελευταία συμφωνία για την Ελλάδα είναι καλή λύση”, τονίζοντας παράλληλα ότι σέβεται τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών.
Μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, αναφέρει πως «οι συζητήσεις για το Plan B άρχισαν στα τέλη Μαρτίου και διήρκεσαν έως την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου» και προσθέτει: “Δεν ήμασταν επιφορτισμένοι με την εκπόνηση ενός μυστικού σχεδίου, αλλά με τον εντοπισμό των ζητημάτων, των προβλημάτων και των προκλήσεων που θα προέκυπταν εάν η Ελλάδα εξαναγκαζόταν σε έξοδο από το ευρώ από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Αρκετή από την εργασίας βασιζόταν σε ιστορική μελέτη παλαιότερων οικονομικών κρίσεων όπως στην Καλιφόρνια στις αρχές του 2000 και στην Κύπρο”.
Ο κ. Γκάμπρεϊθ, σύμφωνα με το newpost, αναφέρει πως δεν υπήρξε στιγμή που το σχέδιο αυτό να πλησίασε στην πραγματοποίηση του και διευκρινίζει πως οι προεργασία ήταν μυστική γιατί όπως λέει, εάν μαθευόταν, το σχέδιο θα παρερμηνευόταν. Σε αυτό το πλαίσιο αρνείται τα περί «πραξικοπήματος», λέγοντας πως «δεν υπήρξε εμπλοκή σε πολιτική συζήτηση, δεν υπήρξε εμπλοκή σε αποφάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης. Επομένως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται».
Κρατάει αποστάσεις από τον Γιάνη Βαρουφάκη στα περί «χακαρίσματος» των ΑΦΜ των φορολογουμένων, τονίζοντας πως «η βασική ιδέα ήταν να χρησιμοποιήσουμε το υπάρχον σύστημα για τη συλλογή των φόρων ώστε να διευκολύνουμε τις πληρωμές του κράτους προς τους προμηθευτές και αυτή συζητήθηκε από τον κ. Βαρουφάκη την ημέρα της παραίτησής του. Προφανώς δεν προσέλκυσε ενδιαφέρον εκείνη τη στιγμή».
Σπεύδει ωστόσο να υπερασπιστεί τον τέως υπουργό Οικονομικών σημειώνοντας ότι «ο κ. Βαρουφάκης έδωσε ότι μπορούσε για πέντε μήνες ώστε να πετύχει έναν συμβιβασμό που θα επέτρεπε την οικονομική σταθεροποίηση της Ελλάδας και την ανάκαμψη από την ακραία καταστροφή που σημειώθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια. Είναι εξόχως απογοητευτικό το γεγονός ότι στην πραγματικότητα οι δανειστές δεν έδειξαν καμία ευελιξία στη στάση τους».
Σχολιάζοντας τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους πιστωτές, υπογραμμίζει πως «ούτε ο ίδιος ο Σόιμπλε πιστεύει πως είναι μία καλή λύση. Και φυσικά γνωρίζουμε πως υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων πιστωτών, ειδικά της γερμανικής κυβέρνησης, γύρω από το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Επομένως μία συμφωνία δεν είναι ακόμα στο τραπέζι, και το ερώτημα πότε θα έρθει μένει ακόμα αναπάντητο».
Αναφορικά με το ενδεχόμενο ενός Grexit σημειώνει πως «από τη μία υπάρχει το ζήτημα του κόστους της μετάβασης, από την άλλη τα οφέλη και τα ρίσκα ενός ανεξάρτητου νομίσματος. Σε τελική ανάλυση, αυτή η απόφαση λαμβάνεται από τις πολιτικές αρχές της Ελλάδας και της Ευρώπης, που θα είναι εκείνες οι οποίες θα αναλάβουν την ευθύνη».