Καθώς η ελληνική κρίση προχωράει στο επόμενο στάδιό της, η Γερμανία, η Ελλάδα και η «τριανδρία» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (γνωστότερης ως «τρόικα») έχουν όλοι δεχθεί σοβαρές επικρίσεις, γράφει σε άρθρο του στους New York Times ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
Και τονίζει, αν και υπάρχει μπόλικη ευθύνη για να τη μοιραστούν, δεν θα πρέπει να «χάνουμε» αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Παρακολουθώ στενά αυτή την Ελληνική τραγωδία εδώ και πέντε χρόνια και έχω ασχοληθεί με τους εμπλεκόμενους από όλες τις πλευρές. Έχοντας περάσει την τελευταία εβδομάδα στην Αθήνα, μιλώντας σε απλούς πολίτες, νέους και ηλικιωμένους, καθώς και με νυν και πρώην αξιωματούχους, έχω καταλήξει στην άποψη ότι έχει να κάνει με πολλά περισσότερα από την Ελλάδα και το ευρώ.
Κάποιοι από τους βασικούς νόμους που απαιτεί η τρόικα αφορούν τη φορολογία και τις δαπάνες και την ισορροπία μεταξύ των δύο, και κάποιοι αφορούν τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που επηρεάζουν συγκεκριμένες αγορές. Το εντυπωσιακό με το νέο πρόγραμμα (που ονομάζεται το «τρίτο μνημόνιο») είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις δεν έχει λογική ούτε για την Ελλάδα ούτε για τους πιστωτές της χώρας.
Καθώς διάβαζα τις λεπτομέρειες, είχα την αίσθηση του déjà vu. Ως επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, είδα από πρώτο χέρι στην Ανατολική Ασία τις καταστροφικές επιπτώσεις των προγραμμάτων που επιβλήθηκαν στις χώρες που είχαν στραφεί για βοήθεια στο ΔΝΤ. Αυτό προέκυψε όχι μόνο από τη λιτότητα, αλλά και από τις επωνομαζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπου πολύ συχνά το ΔΝΤ ξεγελάστηκε και επέβαλε απαιτήσεις που ευνοούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα έναντι άλλων. Υπήρχαν εκατοντάδες όροι, ορισμένοι μικροί, ορισμένοι μεγάλοι, πολλοί άσχετοι, ορισμένοι σωστοί, ορισμένοι ξεκάθαρα λάθος, με τους περισσότερους να μην ‘πιάνουν’ τις μεγάλες αλλαγές που πραγματικά απαιτούνταν.
Το 1998 στην Ινδονησία, είδα το πώς το ΔΝΤ κατέστρεψε το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Θυμάμαι την εικόνα του Miche Camdessus, του γενικού διευθυντή του ΔΝΤ τότε, να στέκεται πάνω από τον πρόεδρο Suharto καθώς η Ινδονησία παρέδιδε την οικονομική της κυριαρχία. Σε συνάντηση στην Κουάλα Λουμπούρ τον Δεκέμβριο του 1997, προειδοποίησα πως θα υπήρχε αιματοχυσία στους δρόμους μέσα σε έξι μήνες• οι ταραχές ξέσπασαν πέντε μήνες αργότερα στην Τζακάρτα και αλλού στην Ινδονησία. Τόσο πριν όσο και μετά την κρίση στην Ανατολική Ασία, και στις κρίσεις στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική (πιο πρόσφατα στην Αργεντινή), τα προγράμματα αυτά απέτυχαν, μετατρέποντας τις οικονομικές επιβραδύνσεις σε υφέσεις και σε μεγάλες υφέσεις. Νόμιζα ότι είχαν πάρει τα μαθήματα από αυτές τις αποτυχίες, και έτσι εξεπλάγην που η Ευρώπη, ξεκινώντας πριν από πέντε χρόνια, θα επέβαλε το ίδιο αυστηρό και αναποτελεσματικό πρόγραμμα σε κάποιο δικό της μέλος.
Άσχετα από το αν θα εφαρμοστεί σωστά ή όχι το πρόγραμμα, θα οδηγήσει σε μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, όπως έγινε και με την παρόμοια προσέγγιση στην Αργεντινή: οι μακροοικονομικές πολιτικές που απαιτούνται από την τρόικα θα οδηγήσουν σε βαθύτερη ύφεση την Ελλάδα. Γι’ αυτό η νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είπε πως πρέπει να υπάρξει αυτό που κατ’ ευφημισμόν λέγεται «αναδιάρθρωση χρέους» – δηλαδή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μια διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους. Έτσι, το πρόγραμμα της τρόικας είναι ασυνάρτητο: οι Γερμανοί λένε πως δεν θα υπάρξει διαγραφή και πως το ΔΝΤ πρέπει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Όμως το ΔΝΤ δεν μπορεί να συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα στο οποίο το επίπεδο χρέους δεν είναι βιώσιμο, και τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα.
Η λιτότητα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την τρέχουσα ύφεση της Ελλάδας –μια πτώση του ΑΕΠ κατά 25% από το 2008, ένα επίπεδο ανεργίας στο 25% και με την ανεργία των νέων σε διπλάσιο επίπεδο. Όμως αυτό το νέο πρόγραμμα εντείνει την πίεση ακόμα περισσότερο: ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2018 (από περίπου 1% φέτος). Τώρα, αν οι στόχοι δεν επιτευχθούν –και είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα επιτευχθούν λόγω του σχεδιασμού του ίδιου του προγράμματος- θα επιβληθούν αυτόματα επιπλέον δόσεις λιτότητας. Πρόκειται για έναν ενσωματωμένο αποσταθεροποιητή. Το υψηλό επίπεδο ανεργίας θα οδηγήσει σε μείωση των μισθών, όμως η τρόικα δεν φαίνεται ικανοποιημένη από τον ρυθμό μείωσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Το τρίτο μνημόνιο απαιτεί επίσης τον «εκσυγχρονισμό» των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που σημαίνει την αποδυνάμωση των συνδικάτων μέσω της αντικατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Τίποτα από αυτά δεν έχει λογική ακόμα και από την οπτική γωνία των πιστωτών. Είναι σαν την φυλακή των οφειλετών του 19ου αιώνα. Όπως οι φυλακισμένοι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το εισόδημα που θα τους επέτρεπε να αποπληρώσουν τα χρέη τους, έτσι και η όλο και βαθύτερη ύφεση στην Ελλάδα θα καταστήσει τη χώρα όλο και πιο ανίκανη να αποπληρώσει τα χρέη της.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται, όπως και στην Ινδονησία, όμως υπερβολικά πολλές από αυτές που απαιτούνται ελάχιστη σχέση έχουν με την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Η λογική πίσω από πολλές βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχει εξηγηθεί σωστά, ούτε στον Ελληνικό λαό ούτε στους οικονομολόγους που προσπαθούν να τις κατανοήσουν. Απουσία τέτοιας εξήγησης, υπάρχει μια διαδεδομένη πεποίθηση στην Ελλάδα πως συγκεκριμένα συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας χρησιμοποιούν την τρόικα για να πετύχουν αυτό που δεν θα μπορούσαν μέσω πιο δημοκρατικών διαδικασιών.
Σκεφτείτε την περίπτωση του γάλακτος. Οι Έλληνες ευχαριστιούνται το φρέσκο γάλα τους, που παράγεται τοπικά και που προμηθεύεται γρήγορα. Όμως οι Ολλανδοί και άλλοι ευρωπαίοι γαλακτοπαραγωγοί θα ήθελαν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους με το να φαίνεται ότι το δικό τους γάλα, που μεταφέρεται από μεγάλη απόσταση και είναι λιγότερο φρέσκο, είναι το ίδιο φρέσκο με το τοπικό προϊόν. Το 2014 η τρόικα ανάγκασε την Ελλάδα να αφαιρέσει την σήμανση «φρέσκο» από το πραγματικά φρέσκο γάλα της και να παρατείνει την επιτρεπόμενη διάρκεια ζωής του γάλακτος. Τώρα απαιτεί να καταργηθεί πλήρως ο κανόνας της διάρκειας ζωής πέντε ημερών για το παστεριωμένο γάλα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μεγάλοι παραγωγοί πιστεύουν πως μπορούν να «νικήσουν» τους μικρούς παραγωγούς της Ελλάδας.
Θεωρητικά, οι Έλληνες καταναλωτές θα επωφελούνταν από τις χαμηλότερες τιμές, ακόμα και αν έπρεπε να υποστούν την χαμηλότερη ποιότητα. Πρακτικά, η νέα λιανική αγορά απέχει πολύ από το να είναι ανταγωνιστική, και οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν πως οι χαμηλότερες τιμές σε μεγάλο βαθμό δεν πέρασαν στους καταναλωτές. Η δική μου έρευνα από καιρό επικεντρώνεται στη σημασία της πληροφόρησης και στο πώς συχνά οι εταιρείες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την έλλειψη πληροφόρησης. Αυτή είναι μια ακόμα τέτοια περίπτωση.
Ένα υποβόσκον πρόβλημα στην Ελλάδα, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική της χώρας, είναι ο ρόλος μιας ομάδας εύπορων ανθρώπων που ελέγχουν τομείς-κλειδιά, περιλαμβανομένων των τραπεζών και των μέσων ενημέρωσης, τους επωνομαζόμενους Έλληνες ολιγάρχες. Είναι αυτοί που αντιστάθηκαν στις αλλαγές που ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου προσπάθησε να εφαρμόσει για να αυξήσει τη διαφάνεια και να αναγκάσει για μεγαλύτερη συμμόρφωση μέσω μιας πιο προοδευτικής φορολογικής δομής. Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τη δράση των Ελλήνων ολιγαρχών σε μεγάλο βαθμό έχουν παραμείνει εκτός ατζέντας –κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη καθώς η τρόικα κατά το παρελθόν κατά καιρούς φαίνονταν να είναι στο πλευρό τους.
Καθώς έγινε από νωρίς ξεκάθαρο ότι οι Ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν, ήταν λογικό να απαιτηθούν δικαιώματα ψήφου για την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν απαραίτητο ώστε να διασφαλιστεί πως θα σταματήσει ο πολιτικά επηρεαζόμενος δανεισμός, περιλαμβανομένων των δανείων προς τα ολιγαρχικά ΜΜΕ. Όταν ξεκίνησε και πάλι αυτός ο δανεισμός –ακόμα και σε εταιρείες ΜΜΕ που από καθαρά εμπορικούς λόγους δεν θα έπρεπε να λάβουν δάνεια- η τρόικα έκανε τα στραβά μάτια. Σιώπησε επίσης όταν έγιναν προτάσεις για να ανακληθούν οι σημαντικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Παπανδρέου για τη διαφάνεια και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, που οδήγησαν σε δραστική μείωση των τιμών των φαρμάκων και έβαλαν φρένο στην οικογενειοκρατία.
Κανονικά, το ΔΝΤ προειδοποιεί για τους κινδύνους της υψηλής φορολόγησης. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η τρόικα επιμένει σε υψηλούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές ακόμα για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα. Όλες οι πρόσφατες Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει την σημασία της αύξησης των φορολογικών εσόδων, όμως η λανθασμένη φορολογική πολιτική μπορεί να συμβάλει στην καταστροφή μιας οικονομίας. Σε μια οικονομία που το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν λειτουργεί σωστά, που οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση στην πίστη, η τρόικα απαιτεί οι Ελληνικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των οικογενειακών επιχειρήσεων, να πληρώσουν προκαταβολικά όλους τους φόρους τους, στην αρχή του έτους, πριν καν βγάλουν λεφτά και πριν καν γνωρίσουν ποιο θα είναι το εισόδημά τους. Η απαίτηση αυτή έχει στόχο να μειώσει την φοροδιαφυγή, όμως στις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η Ελλάδα, καταστρέφει τις μικρές επιχειρήσεις και αυξάνει το αίσθημα έχθρας τόσο έναντι της κυβέρνησης όσο και έναντι της τρόικας.
Η απαίτηση αυτή φαίνεται πως βρίσκεται σε αντίθεση και με άλλες απαιτήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα: να καταργήσει την διασυνοριακή παρακράτηση φόρου, δηλαδή την παρακράτηση φόρων επί χρημάτων που αποστέλλονται από την Ελλάδα σε ξένους επενδυτές. Αυτή η παρακράτηση φόρου είναι στοιχείο ενός καλού φορολογικού συστήματος σε χώρες όπως ο Καναδάς και αποτελεί ένα κρίσιμο κομμάτι της είσπραξης φόρων. Προφανώς, είναι λιγότερο σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι ξένοι πληρώνουν τους φόρους τους, απ’ ότι να πληρώνουν οι Έλληνες.
Υπάρχουν πολλά ακόμα περίεργα στοιχεία των πακέτων διάσωσης της τρόικας, εν μέρει διότι κάθε μέλος της τρόικας έχει το δικό του «αγαπημένο φάρμακο». Όπως προειδοποιούν και οι γιατροί, μπορούν να υπάρξουν επικίνδυνες αλληλεπιδράσεις. Η μάχη, ωστόσο, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Δεν αφορά καν μόνο τα χρήματα, αν και συγκεκριμένα συμφέροντα στην υπόλοιπη Ευρώπη και ορισμένα εντός της ίδιας της Ελλάδας έχουν εκμεταλλευτεί την τρόικα για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος του απλού Έλληνα πολίτη και της συνολικής οικονομίας της χώρας. Αυτό είναι κάτι που είδα επανειλημμένως από πρώτο χέρι όταν βρισκόμουν στην Παγκόσμια Τράπεζα, κυρίως στην Ινδονησία. Όταν μια χώρα είναι κάτω, μπορούν να γίνουν όλων των ειδών οι πονηριές.
Όμως αυτές οι διαμάχες πολιτικής στην πραγματικότητα αφορούν την ιδεολογία και την εξουσία. Όλοι το γνωρίζουμε. Και κατανοούμε πως δεν πρόκειται απλώς για μια ακαδημαϊκή διαμάχη μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς. Ορισμένοι από την Δεξιά επικεντρώνονται στην πολιτική μάχη: οι σκληροί όροι που έχουν επιβληθεί στην αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποτελούν προειδοποίηση σε οποιονδήποτε στην Ευρώπη αναφορικά με το τι μπορεί να πάθει αν αντισταθεί. Ορισμένοι επικεντρώνονται στην οικονομική μάχη: η ευκαιρία να επιβληθεί στην Ελλάδα ένα οικονομικό πλαίσιο που δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί με άλλον τρόπο.
Πιστεύω πως οι πολιτικές που επιβάλλονται δεν θα λειτουργήσουν, πως θα έχουν ως αποτέλεσμα μια ύφεση χωρίς τέλος, απαράδεκτα επίπεδα ανεργίας και αενάως αυξανόμενη ανισότητα. Πιστεύω όμως επίσης στην δημοκρατική διαδικασία –ότι ο τρόπος για να επιτευχθεί το οποιοδήποτε πλαίσιο θεωρεί κανείς ότι είναι καλό για την οικονομία είναι η πειθώς και όχι ο εξαναγκασμός. Η δύναμη των ιδεών είναι κατά αυτών που επιβάλλονται και απαιτούνται από την Ελλάδα. Η λιτότητα είναι αντιφατική• ο περιεκτικός καπιταλισμός –η αντίθεση αυτού που δημιουργεί η τρόικα- είναι ο μοναδικός τρόπος για να δημιουργηθεί μια μοιρασμένη και βιώσιμη ευημερία.
Για την ώρα, η Ελληνική κυβέρνηση έχει συνθηκολογήσει. Ίσως, καθώς η χαμένη πενταετία γίνεται χαμένη δεκαετία, καθώς η πολιτική γίνεται όλο και πιο άσχημη, καθώς αυξάνονται οι αποδείξεις ότι οι πολιτικές αυτές έχουν αποτύχει, η τρόικα θα έλθει στα συγκαλά της. Η Ελλάδα χρειάζεται αναδιάρθρωση χρέους, καλύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πιο λογικούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι η τρόικα θα κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια: να επιρρίψει τις ευθύνες στο θύμα.
ΠΗΓΗ: Euro2day