Σε μια πολύ σοβαρή καταγγελία προχώρησε την Πέμπτη ο Κέβιν Κάρντιφ, Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών της Ιρλανδίας το 2010, ο οποίος υποστήριξε ότι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά τις ενημερώσεις που έκαναν στους δημοσιογράφους, υπό τον όρο να μην κατονομαστούν, με σκοπό να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην Ιρλανδία και να εντείνουν την πίεση που ασκούσαν στην κυβέρνησή της για να δεχθεί να συνάψει τη συμφωνία στήριξης του 2010, κοινώς το μνημόνιο.
Ο Κάρντιφ δεν διευκρίνισε εάν οι αξιωματούχοι αυτοί ανήκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τους δύο θεσμούς οι οποίοι προωθούσαν τη δανειακή σύμβαση προκειμένου να αποκλιμακωθεί η ένταση και η ανησυχία στις αγορές. «Ήταν ξεκάθαρα απρεπές το ότι τη στιγμή που προσπαθούσαμε να πάρουμε αποφάσεις, αυτές οι ενημερώσεις που γίνονταν πίσω από κλειστές πόρτες στα ΜΜΕ χρησιμοποιούνταν για να υπονομευθεί η θέση μας στις αγορές ώστε να αυξηθεί η πίεση που δεχόμασταν», σημείωσε.
«Τα δημοκρατικά συστήματα δεν θα έπρεπε να βασίζονται στην υπονόμευση της φήμης και την παραπληροφόρηση μέσω ανώνυμων ενημερώσεων των δημοσιογράφων», τόνισε το πρώην στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών μιλώντας στην επιτροπή του κοινοβουλίου της Ιρλανδίας η οποία ερευνά την τραπεζική κρίση, που ανάγκασε την Ιρλανδία να συνάψει τη συμφωνία δανεισμού 64 δισεκατομμυρίων ευρώ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Η κυβέρνηση της Ιρλανδίας «πιέστηκε πολύ σκληρά» από την ΕΚΤ για να υπαχθεί στη δανειακή σύμβαση του 2010 και αποτράπηκε το ενδεχόμενο να προκαλέσει ζημία σε επενδυτές που διακρατούσαν μεγάλο μέρος τραπεζικών αξιογράφων, συνέχισε ο ίδιος. «Τη στιγμή που μπήκαμε σε αυτό πιεζόμασταν πολύ σκληρά», ανέφερε ο Κάρντιφ.
Η ΕΚΤ διαψεύδει ότι άσκησε οποιαδήποτε ανάρμοστη πίεση στο Δουβλίνο για να δεχθεί τη σύμβαση της συμφωνίας μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της Ιρλανδίας και τονίζει ότι η επισφαλής δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που την ώθησε να ζητήσει το πακέτο στήριξης. Υπενθυμίζεται ότι με επιστολή του ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ είχε διαμηνύσει στην Ιρλανδία τον Νοέμβριο του 2010 ότι η έκτακτη χορήγηση ρευστότητας στις ιρλανδικές τράπεζες δεν θα συνεχιζόταν εάν το Δουβλίνο δεν προχωρούσε στη σύναψη της δανειακής σύμβασης. Η Ιρλανδία υπέγραψε τη συμφωνία δύο ημέρες αργότερα.
Η κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει αρχικά την υποστήριξη του τότε Διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν όσον αφορά το σχέδιό της να επιβάλει στους μεγαλομετόχους των τραπεζών της Ιρλανδίας να αναλάβουν ένα μέρος της ζημιάς, ανέφερε ο Κάρντιφ. Όμως η θέση του Στρος-Καν απορρίφθηκε σε μια τηλεδιάσκεψη με στελέχη της Κομισιόν και της ΕΚΤ, προσέθεσε, επικαλούμενος πληροφορίες που όπως επεσήμανε δεν έχει ελέγξει ο ίδιος προσωπικά, αλλά θεωρεί ότι είναι αξιόπιστες.
Υπήρξε μια «σθεναρή αρνητική αντίδραση από την ΕΕ και την ΕΚΤ και άλλους», οι οποίοι «επιπλέον» τόνισαν πως «το πρόγραμμα (στήριξης) της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν θα προχωρούσε εάν εξεταζόταν το ενδεχόμενο να μοιραστούν τις ζημιές οι μεγάλοι μέτοχοι των τραπεζών και όσοι διακρατούσαν μεγάλο μέρος του χρέους» της Ιρλανδίας, σύμφωνα με τον Κάρντιφ. «Φυσικά επισήμως η απόφαση να μην καούν οι ομολογιούχοι και οι μέτοχοι ελήφθη από την Ιρλανδία, αλλά ήταν μια από τις αποφάσεις εκείνες για τις οποίες δεν έχεις και πολλά περιθώρια επιλογής» κατέληξε.