“Μοντέλο” κεφαλαιακών περιορισμών προβλέπουν οι “δεξαμενές σκέψεις” των Βρυξελλών σύμφωνα με τους Financial Times.
«Απέχουμε τέσσερις με έξι εβδομάδες από την πιθανή επιβολή capital controls», δηλώνει ο Daniel Gros, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, στις Βρυξέλλες. Συμπλήρωσε βέβαια, ότι «πάντα μπορεί να υπάρξει μια προσωρινή λύση, αλλά πλέον φτάνουμε στο τέλος του χρόνου».
Ολόκληρο το άρθρο σε μετάφραση από το Euro2day έχει ως εξής:
Πριν από λίγους μήνες, η πιθανότητα επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών στην Ελλάδα φαινόταν ακόμη μακρινή.
Όμως με τα ρευστά διαθέσιμα της κυβέρνησης να στερεύουν και τους νευρικούς καταθέτες να τραβούν χρήματα από τις τράπεζες, πλέον η συζήτηση για την ανάγκη τέτοιων μέτρων είναι διευρυμένη και οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η Αθήνα ενδέχεται να αναγκαστεί να τα επιβάλλει.
«Είμαστε τέσσερις με έξι εβδομάδες μακριά από την πιθανή επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών», σημειώνει ο Daniel Gros, επικεφαλής think tank των Βρυξελλών. «Υπάρχει πάντα μια προσωρινή λύση που μπορούν να σκεφτούν οι ευρωπαίοι πολιτικοί, αλλά πλέον είμαστε πραγματικά κοντά».
Εάν η Ελλάδα δεν πληρώσει την δόση ύψους 1,5 δισ. ευρώ προ το ΔΝΤ στα τέλη Ιουνίου, η κατάσταση ενδέχεται να ξεφύγει εκτός ελέγχου, επιβάλλοντας την ανάγκη λήψης μέτρων από τους πολιτικούς. Η Ελλάδα ενδέχεται τότε να αναγκαστεί να επαναλάβει τη στάση της Κύπρου και της Αργεντινής που επέλεξαν να παρέμβουν για να σταματήσουν την αιμορραγία των τραπεζών.
Όμως η επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών δεν θα είναι εύκολη. Τέτοια μέτρα αποτρέπονται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, που προστατεύουν την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων – μαζί με τη διακίνηση εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών- σαν μια από τις τέσσερις αρχές της Ενωσης.
Το όποιο αίτημα θα πρέπει να προέλθει από την ελληνική κυβέρνηση – όχι τους πιστωτές της – εκθέτοντας την Αθήνα στο πολιτικό κόστος από τους εξαγριωμένους πολίτες. Επίσης, η κυβέρνηση θα κληθεί να επιβάλλει διόλου δημοφιλή μέτρα όπως ο περιορισμός στην ανάληψη καταθέσεων.
«Χωρίς τη συνεργασία των ελληνικών αρχών, είναι αδύνατο να επιβληθούν κεφαλαιακοί περιορισμοί», τονίζει ο Guntram Wolff, επικεφαλής του think tank Bruegel. «Πρέπει όντως να υπάρχει η συνεργασία των ελληνικών αρχών».
Από τη Μαλαισία κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης του 1998 έως την Ισλανδία μετά την κατάρρευση των τραπεζών της το 2008, υπάρχουν πολλά παραδείγματα χωρών που επέβαλαν περιορισμούς στις καταθέσεις για να σταματήσουν τις εκροές.
Πολλοί επενδυτές και πολιτικοί πιστεύουν ότι το πιο σχετικό παράδειγμα για την Ελλάδα εκτυλίχθηκε δίπλα της πριν από δυο χρόνια: Η διάσωση της Κύπρου το 2013.
«Η βασική πρόκληση, του περιορισμού των εκροών καταθέσεων, είναι παρόμοια στις δυο περιπτώσεις», υπογραμμίζει ο Francois Cabau, οικονομολόγος της Barclays. «Ωστόσο, δύσκολα οι περιορισμοί στην Ελλάδα θα είναι παρόμοιοι με αυτούς στην Κύπρο».
Υπό την πίεση των ευρωπαίων εταίρων, η Λευκωσία συμφώνησε σε βαθιά αναδιάρθρωση του τραπεζικού της κλάδου, με «bail in» των μεγάλων καταθετών – αναγκάζοντάς τους να αποδεχτούν τραπεζικές μετοχές έναντι μέρους των χρημάτων τους- σε αντάλλαγμα για ένα δάνειο ύψους 10 δισ.
Τα μέτρα έπληξαν βαριά τους πολίτες. Με βάση τις κρατικές εντολές, οι κυπριακές τράπεζες παρέμειναν κλειστές για σχεδόν δυο εβδομάδες. Όταν άνοιξαν, υπήρχαν σκληροί περιορισμοί στις εσωτερικές και εξωτερικές πληρωμές, μεταξύ των οποίων όριο αναλήψεων 300 ευρώ την ημέρα, όριο 5.000 στις πληρωμές προς το εξωτερικό με πιστωτική κάρτα και η προϋπόθεση έγκρισης από την κεντρική τράπεζα για κάθε μεταφορά άνω των 5.000 ευρώ.
Όμως τα μέτρα τελικώς απέτρεψαν την πλήρη κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών, κρατώντας και την χώρα στην ευρωζώνη.
Ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ επικαλέστηκε το προηγούμενο το Μάρτιο, τονίζοντας ότι η Κύπρος έδειξε πως «εάν μια χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, αυτό δεν οδηγεί απαραιτήτως σε σενάριο εξόδου από το ευρώ».
Όμως δεν έχουν πειστεί όλοι ότι η «κυπριακή λύση» μπορεί να εφαρμοστεί με τα ίδια αποτελέσματα στην Ελλάδα. Για την Κύπρο, οι περιορισμοί κεφαλαίων ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου διάσωσης που συμφωνήθηκε με τους δανειστές για να αποκατασταθούν οι τράπεζες και να επανεκκινήσει η οικονομία. Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη στα χέρια της μια τέτοια συμφωνία, που οι οικονομολόγοι θεωρούν κρίσιμη για να αποκατασταθεί τελικά η υγεία του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Κάποιοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι μια πιο αξιόπιστη σύγκριση με την Ελλάδα θα ήταν η περίπτωση της Αργεντινής το 2001, όταν διακόπηκε η διασύνδεση του νομίσματός της με το δολάριο εν μέσω οικονομικών και πολιτικών ταραχών.
Η κρίση της Αργεντινής ξεκίνησε στα τέλη του 2001, όταν οι καταθέτες ξεκίνησαν να «τραβούν» τα χρήματά τους από τις τράπεζες και να τα μετατρέπουν σε δολάρια, εν μέσω φόβων ότι η σταθερή διασύνδεση του πέσο με το δολάριο δεν ήταν πλέον βιώσιμη.
Για να σταματήσουν το bank run, οι αρχές της χώρας επέβαλαν αρχικά μια περιορισμένη δέσμη μέτρων, μεταξύ των οποίων και ο φραγμός στις αναλήψεις από λογαριασμούς σε δολάρια.
Το επονομαζόμενο «el corralito», ένας μικρός περιορισμός, δεν ήταν επαρκής και γρήγορα έπρεπε να ακολουθήσει το «el corralon», το οποίο περιελάμβανε πάγωμα των μακροπρόθεσμων καταθέσεων και αναγκαστική μετατροπή των περισσότερων εξ αυτών σε ομόλογα σε πέσο. Ακόμα και τότε η κυβέρνηση δεν κατάφερε να αποτρέψει μια βαθιά υποτίμηση της ισοτιμίας, η οποία χτύπησε τα 3,90 πέσο έναντι του δολαρίου ως τον Ιούνιο του 2020.
Μια ακόμα ανησυχία για την ελληνική κυβέρνηση θα είναι η δυνατότητα να εφαρμόσει σωστά και να παρακολουθήσει τα capital controls.
«Για να δουλέψουν τα capital controls πρέπει να στήσεις ένα αυστηρό σύστημα παρακολούθησης και εφαρμογής», δηλώνει ο Friðrik Már Baldursson, οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο του Ρέυκιαβικ στην Ισλανδία. «Αν υπάρχει μεγάλη διαφθορά, τα capital controls απλά δεν θα δουλέψουν».
Ακόμα και αν όλα πάνε καλά, δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα capital controls θα αρθούν σύντομα. Η Ισλανδία μόλις αυτό το μήνα ανακοίνωσε σχέδια να αποσύρει αντίστοιχα μέτρα, επτά χρόνια μετά την κρίση.
«Είναι ευκολότερα να επιβάλει κανείς ελέγχους παρά να τους άρει», προσέθεσε ο Baldursson. «Η κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους καταθέτες ότι μπορούν να φέρουν πίσω τα λεφτά τους στις τράπεζες καθώς οι έλεγχοι δεν θα επιβληθούν ξανά. Αλλά η αξιοπιστία μπορεί να εξαφανιστεί πολύ γρήγορα και παίρνει πολύ χρόνο να ανακτηθεί».