Σημαντική αύξηση παρουσίασε ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα το πρώτο τρίμηνο του 2015, σύμφωνα με την έρευνα Consumer Confidence της Nielsen. Συγκεκριμένα, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 12 μονάδες στις 65 μονάδες, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 2009.
Σύμφωνα με τη Nielsen, η αύξηση του δείκτη αισιοδοξίας το πρώτο τρίμηνο παρατηρήθηκε κυρίως έπειτα από την εκλογή της νέας κυβέρνησης στα τέλη Ιανουαρίου. Γενικότερα, τέτοιου είδους γεγονότα ενισχύουν την αισιοδοξία των καταναλωτών, καθώς και την γενικότερη ελπίδα τους για το μέλλον, παρατηρεί η Nielsen.
Επισημαίνεται επίσης ότι ενώ 9 στους 10 Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση, μειώθηκε σημαντικά (-20 ποσοστιαίες μονάδες, στο 54%) το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι η χώρα θα παραμείνει σε ύφεση και τον επόμενο χρόνο, «γεγονός που υποδεικνύει τις μεγάλες προσδοκίες που είχαν οι καταναλωτές όσον αφορά στη διαπραγματευτική πολιτική που θα ακολουθούσε η νέα κυβέρνηση έναντι των δανειστών».
Όσον αφορά στις βασικές ανησυχίες των Ελλήνων καταναλωτών, σύμφωνα με την έρευνα, η εργασιακή ασφάλεια παραμένει στην κορυφή σε ποσοστό 45%, αυξημένο κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, διπλάσιο από το ποσοστό, που σημειώνεται στο σύνολο της Ευρώπης.
Η γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη ανησυχία, η οποία σημείωσε και μια σημαντική αύξηση κατά 18 μονάδες.
Στην ερώτηση σχετικά με το πού διαθέτουν το εισόδημα που τους περισσεύει, οι Έλληνες καταναλωτές δήλωσαν ότι το χρησιμοποιούν για την αποπληρωμή δανείων και γενικότερων χρεών σε ποσοστό 34%. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε κατά 9 μονάδες το ποσοστό (30%) εκείνων που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν κάποια χρήματα, ενώ μειώθηκε στο 28% το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν πως δεν τους περισσεύουν καθόλου χρήματα (έναντι 35% το 4ο τρίμηνο του 2014).
Οι κύριες ενέργειες περικοπής των εξόδων εντοπίζονται, σύμφωνα με την έρευνα, στην αγορά φθηνότερων προϊόντων μπακαλικής (τρόφιμα, είδη προσωπικής περιποίησης, είδη καθαρισμού σπιτιού), στη μείωση των δαπανών για διασκέδαση εκτός σπιτιού, για ρουχισμό, για παραγγελία έτοιμων γευμάτων στο σπίτι, αλλά και για διακοπές. Από τα παραπάνω, η μείωση των παραγγελιών έτοιμων γευμάτων στο σπίτι και η αγορά φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών φαίνεται ότι θα αποτελέσουν μόνιμη συνήθεια για μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, δηλαδή ακόμα και όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.