Σε καθίζηση βρίσκονται οι προβλέπεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη το 2015 στην Ελλάδα καθώς και για την πορεία των δημοσιονομικών της δεικτών. Οι Βρυξέλλες κατεβάζουν σε μόλις 0,5% του ΑΕΠ από 2,5% προηγουμένως (και εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης για 1,4% του ΑΕΠ, όπως αναφέρεται στη λίστα μεταρρυθμίσεων Βαρουφάκη) την πρόβλεψή τους για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2015 και στο 2,9% από 3,6% για το 2016.
Ακόμη και αυτές οι εκτιμήσεις, όμως, σύμφωνα με την έκθεση των εαρινών προβλέψεων της Επιτροπής για την πορεία της Ευρωζώνης είναι υπό αίρεση. Ως βασικότερη προϋπόθεση για να επιτευχθούν αναφέρεται η επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους τον Ιούνιο. Υπό αίρεση είναι το σύνολο των εκτιμήσεων της Επιτροπής για τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι βρίσκονται επίσης σε συρρίκνωση. Όπως τονίζεται ακόμη και αυτοί οι «συρρικνωμένοι» δείκτες για να γίνουν πραγματικότητα θα πρέπει να μην αλλάξει η πολιτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα.
Συγκεκριμένα: Το διαρθρωτικό ισοζύγιο φέτος αναμένεται να διαμορφωθεί στο -1,4% (από +1,7% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη) και το 2016 στο -2,3% (από 1,2%). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% φέτος και 1,8% το 2016, έναντι της προηγούμενης εκτίμησης για πλεόνασμα 4,8% φέτος και 5,2% το επόμενο έτος. Επίσης, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται τώρα ότι θα διαμορφωθεί φέτος στο 180,2% και στο 173,5% το 2016, έναντι 170,2% και 159,2% αντίστοιχα στις προηγούμενες εκτιμήσεις (οι οποίες στηρίζονταν στις εκτιμήσεις του Προγράμματος Προσαρμογής). Επί τα χείρω άλλαξαν και οι προβλέψεις για την ανεργία, που αναμένεται φέτος να διαμορφωθεί στο 25,6% (έναντι 25%) και το 2016 στο 23,2% (έναντι 22%).
Καταστροφική η διαιώνιση της αβεβαιότητας
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της υποστηρίζει ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε για πρώτη φορά το 2014 από το 2007 με ρυθμό 0,8%. Αυτό είναι θετικό, όμως, «σκιάζεται» από την τεράστια αβεβαιότητα και τη χρηματοδοτική ασφυξία (για «σφιχτές συνθήκες χρηματοδότησης» γίνεται λόγος), που, όπως επισημαίνεται, αποτρέπει την ανάκαμψη. Σημειώνεται επίσης ότι οι εκτιμήσεις βασίζονται στα στοιχεία που υπήρχαν μέχρι την 21η Απριλίου και ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή ν’ ανατραπούν λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί στην οικονομική πορεία της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2014 η ιδιωτική κατανάλωση στη χώρα και οι καθαρές εξαγωγές ήταν οι «οδηγοί» της οικονομικής δραστηριότητας, υποκινώντας την πολυαναμενόμενη επιστροφή στην ανάπτυξη, η οποία ανήλθε στο 0,8% σε όρους πραγματικού ΑΕΠ. Με τη στήριξη της μείωσης των τιμών και την προσαρμογή της αγοράς εργασίας, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών βελτιώθηκαν σημαντικά χάρη στον τουριστικό και ναυτιλιακό τομέα, ενώ αυξήθηκαν και οι εξαγωγές, αν και η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση σημαίνει πως ανοδικά κινήθηκαν και οι εισαγωγές. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν για πρώτη φορά από το 2008, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων σε εξοπλισμό.
Όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η θετική δυναμική έχει πληγεί από την αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τότε που ανακοινώθηκαν οι πρόωρες εκλογές, τον Δεκέμβριο. Η τρέχουσα έλλειψη σαφήνειας ως προς τη στάση πολιτικής της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις πολιτικές δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο των συμφωνιών με Ε.Ε. – ΔΝΤ επιδεινώνει ακόμα περισσότερο αυτήν την αβεβαιότητα.
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος της Ελλάδας επιδεινώθηκε τον Μάρτιο (χειροτέρεψε έτι περαιτέρω τον Απρίλιο) λόγω της μείωσης της εμπιστοσύνης σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, αν και η καταναλωτική εμπιστοσύνη παρέμεινε σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Ο PMI κατέγραψε περαιτέρω επιδείνωση στις επιχειρηματικές συνθήκες στον τομέα της μεταποίησης τον Μάρτιο, υποδηλώνοντας πως ο τομέας εξακολουθεί να παραμένει σε ύφεση, με τις νέες παραγγελίες εξαγωγών και την παραγωγή να μειώνονται (τον Απρίλιο σημείωσε χαμηλό 22 μηνών).
Η έκθεση της Επιτροπής υποστηρίζει ότι υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συμφωνία με Ε.Ε. – ΔΝΤ μέχρι τον Ιούνιο και υποθέτοντας πως η επιχειρηματική εμπιστοσύνη θα επιστρέψει μαζί με τη ρευστότητα για την κυβέρνηση και τον τραπεζικό τομέα, η οικονομία προβλέπεται τώρα ότι θα αναπτυχθεί περίπου 0,5% το 2015, σημαντικά χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα επωφεληθεί κάπως από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου και την επιστροφή στην οικονομία των καταθέσεων που βρίσκονται κάτω από το στρώμα. Η ανάπτυξη των εξαγωγών αναμένεται να συνεχιστεί το 2015 καθώς ο τουρισμός και η ναυτιλία θα επωφεληθούν από το πιο αδύναμο ευρώ.Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα πλήττει σημαντικά, όπως σημειώνεται στην έκθεση, και τις επενδύσεις, οι οποίες έχουν και το πρόβλημα της περιορισμένης στήριξης από τον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και από την αύξηση των καθυστερήσεων από το δημόσιο.
Το 2016 η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να ενισχυθεί στο 2,9%, καθώς θα ανακάμπτουν οι επενδύσεις λόγω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Υπενθυμίζεται ότι ση χειμερινή της έκθεση η Κομισιόν προέβλεπε ανάπτυξη 2,5% για φέτος και 3,6% για το 2016.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω στον προβλεπόμενο χρονικό ορίζοντα, με τη στήριξη προηγούμενων και συνεχιζόμενων διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και με τη στήριξη του πιο αδύναμου ευρώ. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να συρρικνωθεί στο 1,6% του ΑΕΠ το 2015 και στο 1,3% το 2016.
Η ανεργία το 2014 υποχώρησε στο 26,5% αντανακλώντας τη δημιουργία περίπου 100.000 νέων θέσεων εργασίας. Το 2015 η ανεργία προβλέπεται να υποχωρήσει λίγο στο 25,6%, καθώς η ανάκαμψη παραμένει περιορισμένη. Όταν αυξηθεί ο ρυθμός της ανάπτυξης το 2016, η ανεργία θα μειωθεί περαιτέρω, στο 23,2%.
Οι τιμές μειώθηκαν 1,4% το 2014 και ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει κάτω από το μηδέν φέτος, λόγω της αδύναμης εγχώριας ζήτησης, προτού γυρίσει σε θετικό πεδίο το 2016 καθώς η ανάκαμψη θα επιταχύνεται.
Για τις δημοσιονομικές εκτιμήσεις προϋπόθεση η συνέχιση της ίδιας πολιτικής
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσον αφορά στα δημοσιονομικά της χώρας, εκτιμά ότι επηρεάζονται από την αδύναμη ανάπτυξη, τη χαμηλή φορολογική συμμόρφωση και τις αλλαγές πολιτικής.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η ενίσχυση της αβεβαιότητας από το φθινόπωρο του 2014 και η επιβράδυνση στην ανάκαμψη επηρέασαν σημαντικά τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική αστοχία στα κρατικά έσοδα στο τέλος του 2014 και τους πρώτους δύο μήνες του 2015. Η ισχνή είσπραξη φόρων γύρω στα τέλη του προηγούμενου έτους – αρχές του τρέχοντος οδήγησε σε ένα σημαντικά χαμηλότερο του αναμενόμενου δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2014. Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο -3,5% του ΑΕΠ το 2014, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που αναμενόταν στις χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν.
Ωστόσο, το πρωτογενές αποτέλεσμα το 2014 ήταν πολύ καλύτερο απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, διότι δεν επηρεάζεται πλέον από τις μεγάλες, έκτακτες επιπτώσεις από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που καταγράφηκαν το 2012 και ιδιαίτερα το 2013 (σ.σ. οι υπολογισμοί της Κομισιόν γίνονται με διαφορετικό μοντέλο έναντι αυτού που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Προσαρμογής).
Δεδομένης της υπάρχουσας αβεβαιότητας αναφορικά με την έγκαιρη εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και δεσμεύσεων του προϋπολογισμού, οι εκτιμήσεις για το 2015 και το 2016 βασίζονται στην υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής, σημειώνει η Κομισιόν.
Αντίστοιχα, οι προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 και του 2016 έχουν μειωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ και στο 2,2% αντίστοιχα (από 4,8% και 5,2% στην προηγούμενη εκτίμηση). Αυτό αντανακλά τα χειρότερα του αναμενόμενου έσοδα λόγω των χαμηλότερων προοπτικών ανάπτυξης που αντισταθμίζουν την ανάκαμψη στην είσπραξη εσόδων μετά το α’ τρίμηνο του έτους. Για αν επιβεβαιωθούν, δε, αυτές οι προβλέψεις προϋποτίθεται ότι τα κέρδη από τις συναλλαγές τίτλων του ευρωσυστήματος θα μεταφερθούν στην Αθήνα, γεγονός που με τη σειρά του θα οδηγήσει στο να ληφθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα. Τα πλαφόν στις δαπάνες ήταν δεσμευτικά το 2014 και αναμένεται να παραμείνουν δεσμευτικά και στο μέλλον.
Το χρέος της κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να «κορυφωθεί» φέτος, προτού υποχωρήσει το 2016. Τα ευνοϊκά επιτόκια κι η καλύτερη διαχείριση ρευστού σε συνδυασμό με το οπισθοβαρές πρόγραμμα πληρωμών για τα δάνεια από τον EFSF θα βοηθήσουν ώστε οι δαπάνες για τους τόκους να παραμείνουν χαμηλές για μακρά χρονική περίοδο, παρά το μεγάλο χρέος.